δίφροντις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίφροντις''': -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, [[δίγνωμος]], ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. [[ἡμέρα]]), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.
|lstext='''δίφροντις''': -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, [[δίγνωμος]], ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. [[ἡμέρα]]), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />partagé entre deux préoccupations, irrésolu.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], φρόντις.
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφροντις Medium diacritics: δίφροντις Low diacritics: δίφροντις Capitals: ΔΙΦΡΟΝΤΙΣ
Transliteration A: díphrontis Transliteration B: diphrontis Transliteration C: difrontis Beta Code: di/frontis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,

   A divided in mind, doubting, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 645] ιδος, von doppelter Sorge gequält, zweifelhaft, Aesch. Ch. 194.

Greek (Liddell-Scott)

δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, δίγνωμος, ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. ἡμέρα), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
partagé entre deux préoccupations, irrésolu.
Étymologie: δίς, φρόντις.