διστάζω: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διστάζω''': μέλλ. -άσω (δὶς) [[ἀμφιβάλλω]], εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐν δισταγμῷ ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Α, κτλ.· δ. ὅτι… ὁ αὐτ. Ἴωνι 534Ε· δ. εἰ… Νόμ. 897Β· μὴ… Σοφ. 235Α· πῶς… Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 8· πότερον… ὁ αὐτ. Μεταφ. 13. 3, 15· [[περί]] τι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 9· [[περί]] τινος Πλούτ. 2. 62Α· ― δισταζόμενος, ἀμφιβάλλων, [[ἀβέβαιος]], Διόδ. 17. 9, ― Πρβλ. δοάζω. | |lstext='''διστάζω''': μέλλ. -άσω (δὶς) [[ἀμφιβάλλω]], εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐν δισταγμῷ ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Α, κτλ.· δ. ὅτι… ὁ αὐτ. Ἴωνι 534Ε· δ. εἰ… Νόμ. 897Β· μὴ… Σοφ. 235Α· πῶς… Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 8· πότερον… ὁ αὐτ. Μεταφ. 13. 3, 15· [[περί]] τι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 9· [[περί]] τινος Πλούτ. 2. 62Α· ― δισταζόμενος, ἀμφιβάλλων, [[ἀβέβαιος]], Διόδ. 17. 9, ― Πρβλ. δοάζω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=douter, être dans l’incertitude.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -άσω Phld.Sign.1, al.: (δίς):—doubt, hesitate, abs., Pl. Tht.190a, Ion534e, etc.; δ. εἰ . . Id.Lg.897b, BGU388i17 (ii/iii A. D.); μή . . Pl.Sph.235a; μή ποτε, c. ind., Phld.Sign.13, 21; πῶς . . Arist.EN1112b2; πότερον . . Id.Metaph.1091a14; περί τι Id.EN1112b8; περί τινος Plu.2.62a:—Pass., to be in doubt, D.S.17.9; τὰ -όμενα OGI315.66 (Pessinus), Phld.Lib.p.23 O.
German (Pape)
[Seite 643] (δίς), zweifeln, ungewiß sein; absolut, Plat. Theaet. 190 a; ὅτι, Ion 534 e; εἰ ἑτέρως ἔχει Legg. X, 897 b; μὴ – τυγχάνοι Soph. 235 a; πῶς γραπτέον Arist. Eth. 3, 5; περί τινος, Plut. discr. ad. et am. 29. – Auch im pass., bezweifelt werden; παρουσία δισταζομένη, worüber man ungewiß ist, D. Sic. 17, 9.
Greek (Liddell-Scott)
διστάζω: μέλλ. -άσω (δὶς) ἀμφιβάλλω, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐν δισταγμῷ ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Α, κτλ.· δ. ὅτι… ὁ αὐτ. Ἴωνι 534Ε· δ. εἰ… Νόμ. 897Β· μὴ… Σοφ. 235Α· πῶς… Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 8· πότερον… ὁ αὐτ. Μεταφ. 13. 3, 15· περί τι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 9· περί τινος Πλούτ. 2. 62Α· ― δισταζόμενος, ἀμφιβάλλων, ἀβέβαιος, Διόδ. 17. 9, ― Πρβλ. δοάζω.