δυσμετάθετος: Difference between revisions
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσμετάθετος''': -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνικοι καὶ δ. Πολύβ. Ἐκλ. Vat. 401, Πλούτ. 2. 799Β. | |lstext='''δυσμετάθετος''': -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνικοι καὶ δ. Πολύβ. Ἐκλ. Vat. 401, Πλούτ. 2. 799Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à changer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μετατίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to alter, of persons, opinionated, Plb.12.26d.5; προαίρεσις Plu.2.799b; hard to remove, Gal.11.215.
German (Pape)
[Seite 684] schwer umzusetzen, umzuändern, καὶ ἄτρεπτος Plut. reipubl. ger. praec. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμετάθετος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνικοι καὶ δ. Πολύβ. Ἐκλ. Vat. 401, Πλούτ. 2. 799Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μετατίθημι.