εἰρεσιώνη: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰρεσιώνη''': ἡ, ([[εἶρος]]) [[κλάδος]] ἐλαίας, ἢ δάφνης ἐρίοις πεπλεγμένος καὶ ἔχων προσκρεμαμένους παντοειδεῖς καρπούς, φερόμενος δὲ ὑπὸ παίδων ᾀδόντων κατὰ τὰ [[Πυανέψια]] καὶ τὰ [[Θαργήλια]], ἐνῷ ἐγίνοντο προσφοραὶ τῷ Ἡλίῳ καὶ ταῖς Ὥραις· ἀκολούθως ἐκρεμᾶτο [[ὑπὲρ]] τὴν θύραν τῆς οἰκίας [[ἔνθα]] ἔμενε [[μέχρι]] τοῦ ἑπομένου ἔτους, ὅτε ἤλλασσον αὐτήν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 729, Σφ. 399, Πλ. 1054. Ἐκαλείτο δὲ καὶ τὸ ᾀδόμενον ᾆσμα [[εἰρεσιώνη]], ἥτις κατήντησεν [[ἔπειτα]] τὸ γενικὸν [[ὄνομα]] τῶν ὑπὸ τῶν ἐπαιτῶν ᾀδομένων ᾀσμάτων, ὡς τὸ ἐν τοῖς Ὁμ. Ὕμν. 15. Ἴδε Ilgen Opusc. Philol. 1. σ. 129 κἑξ. Πλουτ. Θησ. 21, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[στέφανος]] κρεμάμενος πρὸς τιμὴν νεκροῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 956, Ἀλκίφρων 3. 37.
|lstext='''εἰρεσιώνη''': ἡ, ([[εἶρος]]) [[κλάδος]] ἐλαίας, ἢ δάφνης ἐρίοις πεπλεγμένος καὶ ἔχων προσκρεμαμένους παντοειδεῖς καρπούς, φερόμενος δὲ ὑπὸ παίδων ᾀδόντων κατὰ τὰ [[Πυανέψια]] καὶ τὰ [[Θαργήλια]], ἐνῷ ἐγίνοντο προσφοραὶ τῷ Ἡλίῳ καὶ ταῖς Ὥραις· ἀκολούθως ἐκρεμᾶτο [[ὑπὲρ]] τὴν θύραν τῆς οἰκίας [[ἔνθα]] ἔμενε [[μέχρι]] τοῦ ἑπομένου ἔτους, ὅτε ἤλλασσον αὐτήν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 729, Σφ. 399, Πλ. 1054. Ἐκαλείτο δὲ καὶ τὸ ᾀδόμενον ᾆσμα [[εἰρεσιώνη]], ἥτις κατήντησεν [[ἔπειτα]] τὸ γενικὸν [[ὄνομα]] τῶν ὑπὸ τῶν ἐπαιτῶν ᾀδομένων ᾀσμάτων, ὡς τὸ ἐν τοῖς Ὁμ. Ὕμν. 15. Ἴδε Ilgen Opusc. Philol. 1. σ. 129 κἑξ. Πλουτ. Θησ. 21, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[στέφανος]] κρεμάμενος πρὸς τιμὴν νεκροῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 956, Ἀλκίφρων 3. 37.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> branche d’olivier, chargée de fruits et entourée de laine, qu’on portait aux Pyanepsies ([[Πυανέψια]]) et aux Thargélies ([[Θαργήλια]]);<br /><b>2</b> cantique qu’on chantait à ces fêtes.<br />'''Étymologie:''' [[εἶρος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[θαλλός]], [[ἱκετηρία]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρεσῐώνη Medium diacritics: εἰρεσιώνη Low diacritics: ειρεσιώνη Capitals: ΕΙΡΕΣΙΩΝΗ
Transliteration A: eiresiṓnē Transliteration B: eiresiōnē Transliteration C: eiresioni Beta Code: ei)resiw/nh

English (LSJ)

ἡ, (εἶρος)

   A branch of olive or laurel wound round with wool and hung with fruits, dedicated to Apollo and borne about by singing boys at the Πυανόψια and Θαργήλια, while offerings were made to Helios and the Hours, and afterwards hung up at the house-door, Eup.119, Ar.Eq.729, V.399, Pl.1054, cf. Paus.Gr.Fr.157, Sch.Ar. ll. cc.    2 the song itself, Hom.Epigr.15, Plu.Thes. 22.    II crown hung up in honour of the dead, IG3.1337, Alciphr. 3.37.    2 generally, wreath, J.AJ3.10.4; cf. εἰρυσιώνη.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ (εἶρος), ein mit Wolle umwundener Oliven- oder Lorbeerzweig, den man an den Festen Πυανέψια u. Θαργήλια, während dem Helios u. den Horen geopfert wurde, von Knaben umhertragen ließ u. dann an die Thüren stellte, vgl. Schol. Ar. Equ. 725 Plut. 1025; Ar. a. a. O. und Vesp. 399; ἀναθῶμεν τούτοις τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας Eupol. B. A. 329; Plut. Thes. 22. Auch der dabei übliche Gesang heißt so, u. dah. auch andere Bettellieder, Hom. epigr. 15. – Bei Alciphr. 3, 37 ein Kranz, der einem Todten zu Ehren aufgehängt wird. Vgl. Inscr. I p. 537.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρεσιώνη: ἡ, (εἶρος) κλάδος ἐλαίας, ἢ δάφνης ἐρίοις πεπλεγμένος καὶ ἔχων προσκρεμαμένους παντοειδεῖς καρπούς, φερόμενος δὲ ὑπὸ παίδων ᾀδόντων κατὰ τὰ Πυανέψια καὶ τὰ Θαργήλια, ἐνῷ ἐγίνοντο προσφοραὶ τῷ Ἡλίῳ καὶ ταῖς Ὥραις· ἀκολούθως ἐκρεμᾶτο ὑπὲρ τὴν θύραν τῆς οἰκίας ἔνθα ἔμενε μέχρι τοῦ ἑπομένου ἔτους, ὅτε ἤλλασσον αὐτήν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 729, Σφ. 399, Πλ. 1054. Ἐκαλείτο δὲ καὶ τὸ ᾀδόμενον ᾆσμα εἰρεσιώνη, ἥτις κατήντησεν ἔπειτα τὸ γενικὸν ὄνομα τῶν ὑπὸ τῶν ἐπαιτῶν ᾀδομένων ᾀσμάτων, ὡς τὸ ἐν τοῖς Ὁμ. Ὕμν. 15. Ἴδε Ilgen Opusc. Philol. 1. σ. 129 κἑξ. Πλουτ. Θησ. 21, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. στέφανος κρεμάμενος πρὸς τιμὴν νεκροῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 956, Ἀλκίφρων 3. 37.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 branche d’olivier, chargée de fruits et entourée de laine, qu’on portait aux Pyanepsies (Πυανέψια) et aux Thargélies (Θαργήλια);
2 cantique qu’on chantait à ces fêtes.
Étymologie: εἶρος.
Par. θαλλός, ἱκετηρία.