ἐκδιδράσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδιδράσκω''': Ἰων. -διδρήσκω: μέλλ. -δράσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξέδραν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 18 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ Τραγ.), μετοχ. ἐκδρὰς Ἡρόδ. 4. 148, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. Ἀποδιδράσκω, [[φεύγω]] ἔκ τινος μέρους, ἐκδιδρήσκει πλοίῳ ἐξ Αἰγύπτου Ἡρόδ. 3. 4., 9. 88, Θουκ. κλ.: ἀπολ., Ἀριστοφ. Σφ. 126, Ἐκκλ. 55, Θουκ. 1. 126.
|lstext='''ἐκδιδράσκω''': Ἰων. -διδρήσκω: μέλλ. -δράσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξέδραν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 18 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ Τραγ.), μετοχ. ἐκδρὰς Ἡρόδ. 4. 148, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. Ἀποδιδράσκω, [[φεύγω]] ἔκ τινος μέρους, ἐκδιδρήσκει πλοίῳ ἐξ Αἰγύπτου Ἡρόδ. 3. 4., 9. 88, Θουκ. κλ.: ἀπολ., Ἀριστοφ. Σφ. 126, Ἐκκλ. 55, Θουκ. 1. 126.
}}
{{bailly
|btext=s’enfuir, s’échapper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διδράσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδιδράσκω Medium diacritics: ἐκδιδράσκω Low diacritics: εκδιδράσκω Capitals: ΕΚΔΙΔΡΑΣΚΩ
Transliteration A: ekdidráskō Transliteration B: ekdidraskō Transliteration C: ekdidrasko Beta Code: e)kdidra/skw

English (LSJ)

Ion. ἐκδιδρήσκω, fut. -δράσομαι [ᾱ]: aor.

   A ἐξέδραν E. Heracl.14 (nowhere else in Trag.), D.C.37.47; part. ἐκδράς Hdt. 4.148, Ar.Ec.55:—run away, escape, ἐξ Αἰγύπτου Hdt.3.4, cf. 9.88, etc.; διὰ τῶν ὑδρορροῶν Ar.V.126: abs., Id.Ec.55, Th.1.126.

German (Pape)

[Seite 757] (s. διδράσκω), heraus-, entlaufen, entfliehen, ἔκ τινος, Her. 3, 4 u. öfter; absolut, Thuc. 1, 126; Ar. Eccl. 55 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιδράσκω: Ἰων. -διδρήσκω: μέλλ. -δράσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξέδραν Εὐρ. Ἡρακλ. 18 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ Τραγ.), μετοχ. ἐκδρὰς Ἡρόδ. 4. 148, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. Ἀποδιδράσκω, φεύγω ἔκ τινος μέρους, ἐκδιδρήσκει πλοίῳ ἐξ Αἰγύπτου Ἡρόδ. 3. 4., 9. 88, Θουκ. κλ.: ἀπολ., Ἀριστοφ. Σφ. 126, Ἐκκλ. 55, Θουκ. 1. 126.

French (Bailly abrégé)

s’enfuir, s’échapper.
Étymologie: ἐκ, διδράσκω.