ἔθειρα: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔθειρα''': ἡ, [[θρίξ]], ποιητ. [[ὄνομα]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ. καὶ [[πάντοτε]] ἐν τῷ πληθ., ἢ ἐπὶ τῆς χαίτης τοῦ ἵππου, Θ. 42· ἢ ἐπὶ τοῦ ἐξ ἱππείων τριχῶν λόφου τῆς περικεφαλαίας, Π. 795., Τ. 382· - καθ’ ἑνικόν, ἐπὶ τῆς [[κόμης]] τῆς κεφαλῆς, Πινδ. Ι. 5 (4). 11, Αἰχύλ. Πέρσ. 1062, Εὐρ., κτλ.· (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 175, Εὐρ. Ἑλ. 632, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1012)· ἀκολούθως ἐπὶ τῆς χαίτης λέοντος, Θεόκρ. 25. 244· ἐπὶ τῆς μήριγγος (τῶν τριχῶν τῆς ῥάχεως) ἀγριοχοίρου, Ὀππ. Κ. 3. 395, ἐπὶ τῶν πτίλων πτηνοῦ, [[αὐτόθι]] 123· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθέων κρωβύλου [[σχῆμα]] ἐχόντων, οἷα [[εἶναι]] τὰ τοῦ κρόκου, Μόσχ. 2. 68. | |lstext='''ἔθειρα''': ἡ, [[θρίξ]], ποιητ. [[ὄνομα]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ. καὶ [[πάντοτε]] ἐν τῷ πληθ., ἢ ἐπὶ τῆς χαίτης τοῦ ἵππου, Θ. 42· ἢ ἐπὶ τοῦ ἐξ ἱππείων τριχῶν λόφου τῆς περικεφαλαίας, Π. 795., Τ. 382· - καθ’ ἑνικόν, ἐπὶ τῆς [[κόμης]] τῆς κεφαλῆς, Πινδ. Ι. 5 (4). 11, Αἰχύλ. Πέρσ. 1062, Εὐρ., κτλ.· (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 175, Εὐρ. Ἑλ. 632, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1012)· ἀκολούθως ἐπὶ τῆς χαίτης λέοντος, Θεόκρ. 25. 244· ἐπὶ τῆς μήριγγος (τῶν τριχῶν τῆς ῥάχεως) ἀγριοχοίρου, Ὀππ. Κ. 3. 395, ἐπὶ τῶν πτίλων πτηνοῦ, [[αὐτόθι]] 123· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθέων κρωβύλου [[σχῆμα]] ἐχόντων, οἷα [[εἶναι]] τὰ τοῦ κρόκου, Μόσχ. 2. 68. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> chevelure;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> crinière (de cheval, de lion);<br /><b>2</b> crinière de casque.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἐθείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A hair, poet. Noun, Hom. only in Il., and always in pl., either of a horse's mane, 8.42; or of the horsehair crest on helmets, 16.795, 19.382. II later sg., hair of the head, Pi.I.5(4).9, A.Pers. 1062 (lyr.), E.Hel.1124 (lyr.), Theoc.5.91, etc.: also pl., h.Ven.228, A.Ch.175, E.Hel.632, Euph.23, IG3.1376, etc.; of a lion's mane, Theoc.25.244; porcupine's quills, Opp.C.3.395; a bird's feathers, ib. 123; κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν, of the filiform stigmas of the saffron, Mosch.2.68.
German (Pape)
[Seite 718] ἡ, das Haupt ha ar; Homer fünfmal, im plural., von den Mähnen der Pferde und den aus ihnen verfertigten Helmbüschen: Iliad. 16, 795 vom Helmbusche des Patroklos μιάνθησαν δὲ ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι; vom Helmbusche des Achilleus Iliad. 19, 382. 22, 315 περισσείοντο δ' (καλαὶ δὲ περισσείοντο) ἔθειραι χρύσεαι, ἃς Ηφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς, zu 22, 315 ein aus Aristonie. geflossenes Schol. ἔθει ρ αι: νῦν καταχρηστικῶς αἱ χαῖται τῆς κόρυθος; von den Mähnen der Götterpferde Iliad. 8, 42. 13, 24 ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ' ἵππω, ὠκυπέτα, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε. Vgl. ἐθειράς. Die Alten bringen den Ursprung von ἔθειρα mit dem Verbum ἐθείρω zusammen, s. z. B. Apoll. Lex. Hom. p. 63, 9. – Folgende: vom Haupthaare des Menschen, Pind. I. 5, 9; Aesch. Pers. 1062; ἔθειραν κείραντες, Eur. Hel. 1124; sp. D., wie Theocr. 5, 91, der es auch von der Mähne des Löwen braucht, 25, 244; Opp. von den Borsten des Ebers, Cyn. 3, 395, u. den Federn des Huhns, 3, 123. Bei Mosch. 2, 68 (ἐθείρην) vom Blüthenbüschel der Pflanzen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔθειρα: ἡ, θρίξ, ποιητ. ὄνομα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ. καὶ πάντοτε ἐν τῷ πληθ., ἢ ἐπὶ τῆς χαίτης τοῦ ἵππου, Θ. 42· ἢ ἐπὶ τοῦ ἐξ ἱππείων τριχῶν λόφου τῆς περικεφαλαίας, Π. 795., Τ. 382· - καθ’ ἑνικόν, ἐπὶ τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς, Πινδ. Ι. 5 (4). 11, Αἰχύλ. Πέρσ. 1062, Εὐρ., κτλ.· (ἀλλ’ ὡσαύτως κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 175, Εὐρ. Ἑλ. 632, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1012)· ἀκολούθως ἐπὶ τῆς χαίτης λέοντος, Θεόκρ. 25. 244· ἐπὶ τῆς μήριγγος (τῶν τριχῶν τῆς ῥάχεως) ἀγριοχοίρου, Ὀππ. Κ. 3. 395, ἐπὶ τῶν πτίλων πτηνοῦ, αὐτόθι 123· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθέων κρωβύλου σχῆμα ἐχόντων, οἷα εἶναι τὰ τοῦ κρόκου, Μόσχ. 2. 68.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. chevelure;
II. p. anal. 1 crinière (de cheval, de lion);
2 crinière de casque.
Étymologie: cf. ἐθείρω.