ἐκμεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμεθύσκω''': μέλλ. -ύσω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ [[ὕδωρ]] [[ἐνίοτε]] τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ [[λίαν]] ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· [[λύχνον]] ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.
|lstext='''ἐκμεθύσκω''': μέλλ. -ύσω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ [[ὕδωρ]] [[ἐνίοτε]] τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ [[λίαν]] ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· [[λύχνον]] ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.
}}
{{bailly
|btext=enivrer ; <i>fig.</i> imbiber <i>ou</i> arroser à l’excès.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μεθύσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμεθύσκω Medium diacritics: ἐκμεθύσκω Low diacritics: εκμεθύσκω Capitals: ΕΚΜΕΘΥΣΚΩ
Transliteration A: ekmethýskō Transliteration B: ekmethyskō Transliteration C: ekmethysko Beta Code: e)kmequ/skw

English (LSJ)

   A make quite drunk: metaph., τὰς ῥίζας..λίαν ἐ. over-charge them with moisture, Thphr.CP5.15.3; λύχνον ἐλαιηρῆς ἐ. δρόσου AP5.3 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 769] (s. μεθύσκω), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, λύχνον δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμεθύσκω: μέλλ. -ύσω, κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ἐνίοτε τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ λίαν ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.

French (Bailly abrégé)

enivrer ; fig. imbiber ou arroser à l’excès.
Étymologie: ἐκ, μεθύσκω.