ἐκπολιορκέω: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπολιορκέω''': [[ἐξαναγκάζω]] πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, [[ἀναγκάζω]] νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι [[αὐτόθι]] 131.
|lstext='''ἐκπολιορκέω''': [[ἐξαναγκάζω]] πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, [[ἀναγκάζω]] νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι [[αὐτόθι]] 131.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />réduire <i>ou</i> prendre après un siège ; <i>Pass.</i> être forcé de capituler après un siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πολιορκέω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπολιορκέω Medium diacritics: ἐκπολιορκέω Low diacritics: εκπολιορκέω Capitals: ΕΚΠΟΛΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: ekpoliorkéō Transliteration B: ekpoliorkeō Transliteration C: ekpoliorkeo Beta Code: e)kpoliorke/w

English (LSJ)

   A force a besieged town to surrender, force to capitulate, Th.1.94,134, X.HG2.4.3, etc. : metaph. of argument, ἐ. τινὰ λόγῳ ChioEp.10 :—Pass., to be forced to surrender, Th.1.117 ; ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθείς ib.131, cf. Inscr.Prien.37.112 ; ὑπὸ τῶν τυράννων Arist.Ath.19.3 : metaph., ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.39.

German (Pape)

[Seite 775] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν τριάκοντα ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Uebergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπολιορκέω: ἐξαναγκάζω πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, ἀναγκάζω νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι αὐτόθι 131.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réduire ou prendre après un siège ; Pass. être forcé de capituler après un siège.
Étymologie: ἐκ, πολιορκέω.