σκυθρός: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκυθρός''': -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, [[σκύζομαι]]), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, [[χαλεπός]], [[ὠμός]], [[σκυθρωπός]]». | |lstext='''σκυθρός''': -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, [[σκύζομαι]]), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, [[χαλεπός]], [[ὠμός]], [[σκυθρωπός]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />sombre, triste, chagrin.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυδ, être sombre ; cf. [[σκύζομαι]], [[σκυδμαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A angry, sullen, Men.10, Arat.1120.
German (Pape)
[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.