κορδύλη: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορδύλη''': ῠ, ἡ, [[κορύνη]], [[ῥόπαλον]], Ἡσύχ.· ― [[ὡσαύτως]], ὅμοιον τῷ [[τύλη]], [[οἴδημα]], [[ὄγκωμα]], Λατ. tuber, tumor, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. 310. 50. ΙΙ. [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κεφαλόδεσμος]], ἐν τῇ Κυπριακῇ διαλέκτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― [[ὅθεν]] ἐγκεκορδυλημένος παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. = [[σκορδύλη]], Στράβ. 549, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 120F· [[κορύδυλις]] Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C. | |lstext='''κορδύλη''': ῠ, ἡ, [[κορύνη]], [[ῥόπαλον]], Ἡσύχ.· ― [[ὡσαύτως]], ὅμοιον τῷ [[τύλη]], [[οἴδημα]], [[ὄγκωμα]], Λατ. tuber, tumor, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. 310. 50. ΙΙ. [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κεφαλόδεσμος]], ἐν τῇ Κυπριακῇ διαλέκτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― [[ὅθεν]] ἐγκεκορδυλημένος παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. = [[σκορδύλη]], Στράβ. 549, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 120F· [[κορύδυλις]] Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />bosse.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ, cf. Lat.
A cordȳla, Mart.3.2.4, al.: κορδύλα EM485.39], ἡ, club, cudgel, Hsch. 2 bump, swelling, Semon.35, EM310.49. II wrapping for the head, head-dress, in Cyprian, Sch.Ar. Nu.10, EM310.51. III = σκορδύλη, Str.12.3.19; κορύδῡλις [ρῠ] in Numen. ap. Ath.7.304e.
Greek (Liddell-Scott)
κορδύλη: ῠ, ἡ, κορύνη, ῥόπαλον, Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως, ὅμοιον τῷ τύλη, οἴδημα, ὄγκωμα, Λατ. tuber, tumor, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. 310. 50. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, ἐν τῇ Κυπριακῇ διαλέκτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὅθεν ἐγκεκορδυλημένος παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. = σκορδύλη, Στράβ. 549, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 120F· κορύδυλις Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bosse.
Étymologie: DELG origine obscure.