νήθω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νήθω''': «γνέθω», [[κλώθω]], Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν [[εἶναι]] Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ [[πλήθω]] ἐκ τῆς √ΠΛΕ, [[πίμπλημι]]). | |lstext='''νήθω''': «γνέθω», [[κλώθω]], Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν [[εἶναι]] Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ [[πλήθω]] ἐκ τῆς √ΠΛΕ, [[πίμπλημι]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=filer.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]³. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A spin, Cratin.96, Pl.Plt.289c, LXXEx.35.25, AP11.110 (Nicarch.), Corn.ND13, Gal.UP1.3 (but said not to be Att., Poll.7.32, AB109): Ion. impf. νήθεσκες AP14.134. (Formed from νέω (B), as πλήθω from πλη-, πίμπλημι.)
German (Pape)
[Seite 251] = νέω, spinnen, Plat. Polit. 289 c u. Sp., wie Probl. arithm. 27 (XIV, 134), νήθεσκε, nach Poll. 7, 32 nicht att., vgl. B. A. 88.
Greek (Liddell-Scott)
νήθω: «γνέθω», κλώθω, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν εἶναι Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ πλήθω ἐκ τῆς √ΠΛΕ, πίμπλημι).
French (Bailly abrégé)
filer.
Étymologie: νέω³.