καταμύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰμύνομαι''': μέσ., ἐκδικοῦμαί τινα ἀμυνόμενος, κατημύναντο καὶ δίκας ἀπῄτησαν Αἰλ. π. Ζ. 5. 11.
|lstext='''κατᾰμύνομαι''': μέσ., ἐκδικοῦμαί τινα ἀμυνόμενος, κατημύναντο καὶ δίκας ἀπῄτησαν Αἰλ. π. Ζ. 5. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατημυνάμην;<br />se venger de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ἀμύνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 19:54, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1364] sich wehren u. rächen, Ael. H. N. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰμύνομαι: μέσ., ἐκδικοῦμαί τινα ἀμυνόμενος, κατημύναντο καὶ δίκας ἀπῄτησαν Αἰλ. π. Ζ. 5. 11.

French (Bailly abrégé)

ao. κατημυνάμην;
se venger de, acc..
Étymologie: κατά, ἀμύνομαι.