ἐξηγητής: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξηγητής''': -οῦ ὁ, ὁ εἰσηγούμενός τι, ὁ συμβουλεύων, Λατ. auctor, πραγμάτων ἀγαθῶν Ἡρόδ. 5. 31· οὑτοσὶ δέ... ἁπάντων ἦν τούτων ἐξηγ. Δημ. 928. 20. ΙΙ. ὁ ἑρμηνεύων τι, [[ἑρμηνευτής]], Λατ. enarrator, ἰδίως χρησμῶν, ἐνυπνίων, οἰωνῶν καὶ τῶν τοιούτων, Ἡρόδ. 1. 78· ἢ ὡς ἐν Ἀθήναις, ἑρμηνευτὴς ἱερῶν τελετῶν ἢ συνηθειῶν, τρόπων ταφῆς, ἐξιλασμῶν καὶ τῶν τοιούτων, Λατ. inter pres religionum, [[εἶδος]] θρησκευτικοῦ ὁδηγοῦ, Πλάτ. Εὐθύφρων 4D, 9Α, Νόμοι 759C, E, 775A, κτλ., Ἰσαῖος 73. 24· πρβλ. [[ἐξηγέομαι]] ΙΙΙ. 3, Ruhnk. ἐν Τιμ. σ. 109, Μυλλέρον ἐν Αἰσχύλου Εὐμ. § 74 κἑξ.· - Πλάτ. Πολ. 427C. ὁ [[Ἀπόλλων]] λέγεται ὁ [[πάτριος]] ἐξ. τῆς θρησκείας· πρβλ. [[προφήτης]]. 2) ὁ ὁδηγῶν εἰς ναούς, κτλ. (πρβλ. περιηγητὴς) Παυσ. | |lstext='''ἐξηγητής''': -οῦ ὁ, ὁ εἰσηγούμενός τι, ὁ συμβουλεύων, Λατ. auctor, πραγμάτων ἀγαθῶν Ἡρόδ. 5. 31· οὑτοσὶ δέ... ἁπάντων ἦν τούτων ἐξηγ. Δημ. 928. 20. ΙΙ. ὁ ἑρμηνεύων τι, [[ἑρμηνευτής]], Λατ. enarrator, ἰδίως χρησμῶν, ἐνυπνίων, οἰωνῶν καὶ τῶν τοιούτων, Ἡρόδ. 1. 78· ἢ ὡς ἐν Ἀθήναις, ἑρμηνευτὴς ἱερῶν τελετῶν ἢ συνηθειῶν, τρόπων ταφῆς, ἐξιλασμῶν καὶ τῶν τοιούτων, Λατ. inter pres religionum, [[εἶδος]] θρησκευτικοῦ ὁδηγοῦ, Πλάτ. Εὐθύφρων 4D, 9Α, Νόμοι 759C, E, 775A, κτλ., Ἰσαῖος 73. 24· πρβλ. [[ἐξηγέομαι]] ΙΙΙ. 3, Ruhnk. ἐν Τιμ. σ. 109, Μυλλέρον ἐν Αἰσχύλου Εὐμ. § 74 κἑξ.· - Πλάτ. Πολ. 427C. ὁ [[Ἀπόλλων]] λέγεται ὁ [[πάτριος]] ἐξ. τῆς θρησκείας· πρβλ. [[προφήτης]]. 2) ὁ ὁδηγῶν εἰς ναούς, κτλ. (πρβλ. περιηγητὴς) Παυσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui dirige, qui donne les instructions (pour la conduite d’une affaire, pour le gouvernement d’une maison);<br /><b>2</b> qui explique, qui interprète (les oracles, les songes, les présages) ; <i>à Athènes</i> interprète des rites, des coutumes sacrées.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξηγέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who leads on, adviser, πρηγμάτων ἀγαθῶν Hdt.5.31 codd.; οὑτοσὶ δὲ . . ἁπάντων ἦν τούτων ὁ ἐ. D.35.17. II expounder, interpreter, esp. of oracles, dreams, or omens, Hdt.1.78; at Athens, of sacred rites or customs, modes of burial, expiation, etc., spiritual director, Pl.Euthphr.4d,9a, Lg.759c, 759e, 775a, D.47.68, Is.8.39, Thphr.Char.16.6: as an official title, ἐ. Πυθόχρηστος IG3.241; ἐ. ἐξ Εὐπατριδῶν ib.267; ἐ. ἐξ Εὐμολπιδῶν Lys.6.10, etc., cf. Suid.s.v.; πάτριος ἐ., of Apollo, Pl.R.427c. b at Rome, of the pontifices, D.H.2.73. 2 guide, cicerone, to temples, etc., Paus.5.15.10, SIG1021.20 (Olympia). 3 commentator, Gal. 15.518, Mich.in EN50.8.
German (Pape)
[Seite 880] ὁ, der anführt, anleitet zu Etwas, πρηγμάτων ἀγαθῶν Her. 5, 31; τῆς πάσης κακοηθείας Aesch. 2, 40; Λάκριτος ἁπάντων ἦν τούτων ὁ ἐξ. Dem. 35, 17, er war der Anstifter von Allem. – Der Ausleger, τεράτων καὶ ἐνυπνίων Her. 1, 78. In Athen sind die ἐξηγηταί die Ausleger des heiligen Rechtes, welche die Reinigung der Blutbefleckten besorgten, die Aufsicht über das Bestatten der Todten u. dgl. hatten; ursprünglich verwalteten das Amt Eupatriden, später drei vom delphischen Orakel bestätigte Männer, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 109 ff.; νομοφύλακες μετ' ἐξηγητῶν καὶ μάντεων Plat. Legg. IX, 871 c; Euthyphr. u. öfter. – Apollo selbst heißt πάτριος ἐξ., Plat. Rep. IV, 427 c. – Auch Führer, welche den Fremden die Sehenswürdigkeiten eines Ortes, bes. die Tempel zeigten u. erklärten, Paus. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξηγητής: -οῦ ὁ, ὁ εἰσηγούμενός τι, ὁ συμβουλεύων, Λατ. auctor, πραγμάτων ἀγαθῶν Ἡρόδ. 5. 31· οὑτοσὶ δέ... ἁπάντων ἦν τούτων ἐξηγ. Δημ. 928. 20. ΙΙ. ὁ ἑρμηνεύων τι, ἑρμηνευτής, Λατ. enarrator, ἰδίως χρησμῶν, ἐνυπνίων, οἰωνῶν καὶ τῶν τοιούτων, Ἡρόδ. 1. 78· ἢ ὡς ἐν Ἀθήναις, ἑρμηνευτὴς ἱερῶν τελετῶν ἢ συνηθειῶν, τρόπων ταφῆς, ἐξιλασμῶν καὶ τῶν τοιούτων, Λατ. inter pres religionum, εἶδος θρησκευτικοῦ ὁδηγοῦ, Πλάτ. Εὐθύφρων 4D, 9Α, Νόμοι 759C, E, 775A, κτλ., Ἰσαῖος 73. 24· πρβλ. ἐξηγέομαι ΙΙΙ. 3, Ruhnk. ἐν Τιμ. σ. 109, Μυλλέρον ἐν Αἰσχύλου Εὐμ. § 74 κἑξ.· - Πλάτ. Πολ. 427C. ὁ Ἀπόλλων λέγεται ὁ πάτριος ἐξ. τῆς θρησκείας· πρβλ. προφήτης. 2) ὁ ὁδηγῶν εἰς ναούς, κτλ. (πρβλ. περιηγητὴς) Παυσ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui dirige, qui donne les instructions (pour la conduite d’une affaire, pour le gouvernement d’une maison);
2 qui explique, qui interprète (les oracles, les songes, les présages) ; à Athènes interprète des rites, des coutumes sacrées.
Étymologie: ἐξηγέομαι.