ἔμπρακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμπρακτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]] δέ, ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]] τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ [[λόγος]] πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, [[δραστήριος]], [[περί]] τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον [[πρός]] τι, ἑτοίμην [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54.
|lstext='''ἔμπρακτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]] δέ, ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]] τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ [[λόγος]] πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, [[δραστήριος]], [[περί]] τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον [[πρός]] τι, ἑτοίμην [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut exécuter <i>ou</i> accomplir;<br /><b>2</b> actif, énergique ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d’un discours).<br />'''Étymologie:''' ἐμπράσσω.
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπρακτος Medium diacritics: ἔμπρακτος Low diacritics: έμπρακτος Capitals: ΕΜΠΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: émpraktos Transliteration B: empraktos Transliteration C: empraktos Beta Code: e)/mpraktos

English (LSJ)

ον,

   A within one's power to do, practicable, μαχανά Pi.P.3.62: Comp. -ότερος, κένωσις Philum. ap. Orib.45.29.5, cf. Sor.2.9; Χρόνος ἔ. εἰς πάντα propitious, Heph.Astr.2.30, cf. Vett.Val.205.32, al.; ἐ. ῥητορική working rhetoric, Phld.Rh.1.10S., al.; also of persons, active, ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102; τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι ready for... ib.70; τὸ ἔ. vigour, of oratory, Longin.11.2. Adv. -τως actively, Plu.Sert.4; effectively, Phld.Lib.p.380., Archig. ap. Aët.12.1.    b holding office, ἄρχοντες Cod.Just.1.2.24.1.    2 ἔ. ἡμέρα day on which legal business may be transacted, POxy.1882.14 (vi A.D.).    II under bond to pay, = εἴσπρακτος, IG7.3171.54 (Orchom. Boeot.).

German (Pape)

[Seite 817] 1) ausführbar, μηχανή Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; τόλμα D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπρακτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «μηδαμῶς δέ, ὦ προσφιλεστάτη ψυχή, θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, οἷον τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ λόγος πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, δραστήριος, περί τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι, ἑτοίμην πρός τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on peut exécuter ou accomplir;
2 actif, énergique ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d’un discours).
Étymologie: ἐμπράσσω.