ἐκπρολείπω: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπρολείπω''': [[καταλείπω]], κοῖλον [[λόχον]] ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, [[φείδομαι]], Ψευδο-Φωκ. 80. | |lstext='''ἐκπρολείπω''': [[καταλείπω]], κοῖλον [[λόχον]] ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, [[φείδομαι]], Ψευδο-Φωκ. 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=abandonner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[προλείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A forsake, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Od.8.515, cf. Thgn.1136 ; βίον IG14.2123. II spare, Ps.-Phoc. 85.
German (Pape)
[Seite 777] herausgehen u. verlassen; λόχον ἐκπρολιπόντες Od. 8, 515; Theogn. 1136; Phocyl. 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρολείπω: καταλείπω, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, φείδομαι, Ψευδο-Φωκ. 80.