ἐναρίθμιος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνᾰρίθμιος''': -ον, ([[ἀριθμὸς]]) ὁ πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ ἀριθμοῦ, ἀλλ’ [[ἄλλην]] (πέλειαν) ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον [[εἶναι]] Ὀδ. Μ. 65· συναριθμούμενος, αἴθ’ ἐπ’ [[ἐμεῦ]] ζωοῖς [[ἐναρίθμιος]] [[ὤφελες]] [[εἶμεν]] Θεόκρ. 7. 86, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 647· ἐν., μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐν τῷ κόσμῳ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 16· δήμου ἐν. παρὰ Διογ. Λ. 7. 27. ΙΙ. καταριθμούμενος, «λογαριαζόμενος» θεωρούμενος [[ἄξιος]], Λατ. in numero habitus, [[οὔτε]] ποτ’ ἐν πολέμῳ [[ἐναρίθμιος]] οὔτ’ ἐνὶ βουλῇ Ἰλ. Β. 202.
|lstext='''ἐνᾰρίθμιος''': -ον, ([[ἀριθμὸς]]) ὁ πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ ἀριθμοῦ, ἀλλ’ [[ἄλλην]] (πέλειαν) ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον [[εἶναι]] Ὀδ. Μ. 65· συναριθμούμενος, αἴθ’ ἐπ’ [[ἐμεῦ]] ζωοῖς [[ἐναρίθμιος]] [[ὤφελες]] [[εἶμεν]] Θεόκρ. 7. 86, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 647· ἐν., μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐν τῷ κόσμῳ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 16· δήμου ἐν. παρὰ Διογ. Λ. 7. 27. ΙΙ. καταριθμούμενος, «λογαριαζόμενος» θεωρούμενος [[ἄξιος]], Λατ. in numero habitus, [[οὔτε]] ποτ’ ἐν πολέμῳ [[ἐναρίθμιος]] οὔτ’ ἐνὶ βουλῇ Ἰλ. Β. 202.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui complète un nombre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dont on fait cas.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνάριθμος]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰρίθμιος Medium diacritics: ἐναρίθμιος Low diacritics: εναρίθμιος Capitals: ΕΝΑΡΙΘΜΙΟΣ
Transliteration A: enaríthmios Transliteration B: enarithmios Transliteration C: enarithmios Beta Code: e)nari/qmios

English (LSJ)

ον, (ἀριθμός)

   A in the number, making up the number, ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Od.12.65; counted among, i.e.among, ζῴοις Theoc.7.86; ὑποχθονίοις A.R.1.647; . among men, in the world, IG7.2543.6 (Thebes, iii/iv A. D.); δήμου ἐ. f.l. in Epigr. ap. D.L.7.27; cf. ἀρίθμιος.    II taken into account, valued, οὔτε ποτ' ἐν πολέμῳ ἐ. οὔτ' ἐνὶ βουλῇ Il.2.202; ἐναρίθμια· φίλα, συνήθη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 829] mitgezählt, eine Zahl vollmachend; ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Od. 12, 65; ὑποχθονίοις, dazu gehörig, Ap. Rh. 1, 647, wie ζῳοῖς Theocr. 7, 86; – οὔτε ποτ' ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ' ἐνὶ βουλῇ Il. 2, 202, in Anschlag gebracht, geachtet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰρίθμιος: -ον, (ἀριθμὸς) ὁ πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ ἀριθμοῦ, ἀλλ’ ἄλλην (πέλειαν) ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Ὀδ. Μ. 65· συναριθμούμενος, αἴθ’ ἐπ’ ἐμεῦ ζωοῖς ἐναρίθμιος ὤφελες εἶμεν Θεόκρ. 7. 86, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 647· ἐν., μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐν τῷ κόσμῳ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 16· δήμου ἐν. παρὰ Διογ. Λ. 7. 27. ΙΙ. καταριθμούμενος, «λογαριαζόμενος» θεωρούμενος ἄξιος, Λατ. in numero habitus, οὔτε ποτ’ ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ’ ἐνὶ βουλῇ Ἰλ. Β. 202.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui complète un nombre;
2 fig. dont on fait cas.
Étymologie: ἐνάριθμος.