ἐμπορευτέα: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπορευτέα''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, [[ἄνευ]] σκάνδικος [[ἐμπορευτέα]] Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480. | |lstext='''ἐμπορευτέα''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, [[ἄνευ]] σκάνδικος [[ἐμπορευτέα]] Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[ἐμπορεύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A one must tramp, Ar.Ach.480.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπορευτέα: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, ἄνευ σκάνδικος ἐμπορευτέα Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἐμπορεύομαι.