ἔνοικος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνοικος''': -ον, οἰκῶν [[ἐντός]], [[κάτοικος]], Τραγ., κλ.˙ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[κάτοικος]] τόπου τινός, Αἰσχύλ. Πρ. 415, Σοφ. Τρ. 1092, Θουκ. 4. 61, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ὁ [[κάτοικος]] ἔν τινι τόπῳ, Πλάτ. Κριτί. 113C. 2) Παθ., ὁ ἐνοικούμενος, Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα Εὐρ. Ἴων 235.
|lstext='''ἔνοικος''': -ον, οἰκῶν [[ἐντός]], [[κάτοικος]], Τραγ., κλ.˙ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[κάτοικος]] τόπου τινός, Αἰσχύλ. Πρ. 415, Σοφ. Τρ. 1092, Θουκ. 4. 61, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ὁ [[κάτοικος]] ἔν τινι τόπῳ, Πλάτ. Κριτί. 113C. 2) Παθ., ὁ ἐνοικούμενος, Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα Εὐρ. Ἴων 235.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui habite dans, habitant de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οἶκος]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνοικος Medium diacritics: ἔνοικος Low diacritics: ένοικος Capitals: ΕΝΟΙΚΟΣ
Transliteration A: énoikos Transliteration B: enoikos Transliteration C: enoikos Beta Code: e)/noikos

English (LSJ)

ον,

   A inhabitant, A.Supp.611, etc.; ἔ. θεός Hierocl.in CA 11 p.441 M.: mostly c. gen. loci, inhabitant of a place, A.Pr.415 (lyr.), S.Tr.1092, Th.4.61, etc.: c. dat., dweller in a place, Pl.Criti.113c; ἑσμὸς τεχνιτῶν ἔνοικος πόλει Limen.20.    2 Pass., dwelt in, Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα E.Ion235 (lyr.) (nisi leg. Παλλάδι συν-)

German (Pape)

[Seite 849] darin wohnend, Einwohner; Κολχίδος γᾶς ἔνοικοι παρθένοι Aesch. Prom. 413; im Ggstz von ἐπήλυδες Suppl. 606; ὦ πάτρας Θήβης ἔνοικοι Soph. O. R. 1524; Νεμέας ἔνοικος λέων Tr. 1092; Σπάρτης, auch Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα τῶν τυράννων, Eur. Andr. 447 Ion 235; in Prosa, Thuc. 4, 61 u. Folgde; Plat. Critia. 113 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνοικος: -ον, οἰκῶν ἐντός, κάτοικος, Τραγ., κλ.˙ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. τόπου, κάτοικος τόπου τινός, Αἰσχύλ. Πρ. 415, Σοφ. Τρ. 1092, Θουκ. 4. 61, κτλ.˙ ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὁ κάτοικος ἔν τινι τόπῳ, Πλάτ. Κριτί. 113C. 2) Παθ., ὁ ἐνοικούμενος, Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα Εὐρ. Ἴων 235.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui habite dans, habitant de, gén..
Étymologie: ἐν, οἶκος.