ἕλξις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕλξις''': -εως, η, ([[ἕλκω]]), τὸ ἕλκειν, σύρειν, τὰς Ἔκτορος ἕλξεις Πλάτ. Πολ. 391B˙ ἱματίων [[ἕλξις]] (ἴδε [[ἕλκω]] Ι. 2), ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 122C˙ ἀντιτίθεται τῇ ὥσει Θεμίστ. 94. 2) τὸ ἐφελκύειν, ὁ αὐτ. Τίμ. 80C. 3) τέντωμα τοῦ τόξου, Φιλόστρ. 717. 4) [[κατάποσις]], [[ῥόφησις]], «τράβηγμα», Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 82.
|lstext='''ἕλξις''': -εως, η, ([[ἕλκω]]), τὸ ἕλκειν, σύρειν, τὰς Ἔκτορος ἕλξεις Πλάτ. Πολ. 391B˙ ἱματίων [[ἕλξις]] (ἴδε [[ἕλκω]] Ι. 2), ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 122C˙ ἀντιτίθεται τῇ ὥσει Θεμίστ. 94. 2) τὸ ἐφελκύειν, ὁ αὐτ. Τίμ. 80C. 3) τέντωμα τοῦ τόξου, Φιλόστρ. 717. 4) [[κατάποσις]], [[ῥόφησις]], «τράβηγμα», Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 82.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de tirer ; <i>particul.</i> action de tendre un arc;<br /><b>2</b> action de traîner;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> attraction.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλξις Medium diacritics: ἕλξις Low diacritics: έλξις Capitals: ΕΛΞΙΣ
Transliteration A: hélxis Transliteration B: helxis Transliteration C: elksis Beta Code: e(/lcis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἕλκω)

   A dragging, trailing, τὰς Ἕκτορος ἕλξεις Pl.R. 391b; ἱματίων ἕλξεις Id.Alc.1.122c.    2 attraction, attractive power, Id.Ti.80c, Hp.Gland.7; ἕλξει ἐκ γῆς ἀναδίδοται τὰ σπέρματα Porph. Gaur.3.3.    3 drawing of the bow, ἀπὸ τῆς χειρός Hero Bel.75.10, cf. Philostr.Her.11.    4 retching, Hp.Coac.55.

German (Pape)

[Seite 802] ἡ, das Ziehen; Anziehen des Bernsteins, Plat. Tim. 80 c; Fortschleppen, Ἕκτορος, den Achilles am Wagen schleifte, Rep. III, 391 e; ἱματίων, Schleppen, Alc. I, 122 c; τόξων, Spannen, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλξις: -εως, η, (ἕλκω), τὸ ἕλκειν, σύρειν, τὰς Ἔκτορος ἕλξεις Πλάτ. Πολ. 391B˙ ἱματίων ἕλξις (ἴδε ἕλκω Ι. 2), ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 122C˙ ἀντιτίθεται τῇ ὥσει Θεμίστ. 94. 2) τὸ ἐφελκύειν, ὁ αὐτ. Τίμ. 80C. 3) τέντωμα τοῦ τόξου, Φιλόστρ. 717. 4) κατάποσις, ῥόφησις, «τράβηγμα», Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 82.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de tirer ; particul. action de tendre un arc;
2 action de traîner;
3 fig. attraction.
Étymologie: ἕλκω.