ἐμβριμάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβρῑμάομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] μέσ. καὶ παθ. ἀορ., φυσῶ, ῥωθωνίζω, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, «θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 461. 2) ἐπὶ προσώπων δυσφορῶ, δυσανασχετῶ, [[γογγύζω]], Λουκ. Νεκυομ. 20˙ βαθέως συγκινοῦμαι, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 33, 38. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ., προστάττω μετ’ ἐξουσίας, [[παραγγέλλω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 30, κ. Μάρκ. α΄, 43.
|lstext='''ἐμβρῑμάομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] μέσ. καὶ παθ. ἀορ., φυσῶ, ῥωθωνίζω, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, «θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 461. 2) ἐπὶ προσώπων δυσφορῶ, δυσανασχετῶ, [[γογγύζω]], Λουκ. Νεκυομ. 20˙ βαθέως συγκινοῦμαι, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 33, 38. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ., προστάττω μετ’ ἐξουσίας, [[παραγγέλλω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 30, κ. Μάρκ. α΄, 43.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />gronder, frémir, s’irriter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βριμόομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρῑμάομαι Medium diacritics: ἐμβριμάομαι Low diacritics: εμβριμάομαι Capitals: ΕΜΒΡΙΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: embrimáomai Transliteration B: embrimaomai Transliteration C: emvrimaomai Beta Code: e)mbrima/omai

English (LSJ)

(Act. only in Hsch., Suid.), c. aor. Med. et Pass.,

   A snort in, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, of horses, A.Th.461, cf. Luc.Nec.20.    2 of persons, to be deeply moved, τῷ πνεύματι, ἐν ἑαυτῷ, Ev.Jo.11.33,38.    II admonish urgently, rebuke, E.Fr. 1099: c. dat. pers., LXXDa.11.30, Ev.Matt.9.30, Marc.1.43.

German (Pape)

[Seite 806] darein schnauben; ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας Aesch. Spt. 443; darin brummen, murren, Luc. Necyom. 20. Uebh. auf Etwas zürnen, seinen Unwillen äußern, ἐνεβριμήθη αὐτοῖς Matth. 9, 30. – Das act, erwähnen nur Hesych. u. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρῑμάομαι: ἀποθ. μετὰ μέσ. καὶ παθ. ἀορ., φυσῶ, ῥωθωνίζω, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, «θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 461. 2) ἐπὶ προσώπων δυσφορῶ, δυσανασχετῶ, γογγύζω, Λουκ. Νεκυομ. 20˙ βαθέως συγκινοῦμαι, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 33, 38. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ., προστάττω μετ’ ἐξουσίας, παραγγέλλω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 30, κ. Μάρκ. α΄, 43.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
gronder, frémir, s’irriter.
Étymologie: ἐν, βριμόομαι.