ἐπίδημος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίδημος''': -ον, = ἐπιδήμιος, «ἐπιδήμιος ἀντὶ τοῦ [[ἔνδημος]]. Ἀντιφάνης Ἀγροίκῳ» Α. Β. 93. 27· οὐ τυγχάνει [[ἐπίδημος]] ὤν, δὲν [[εἶναι]] ἐν τῇ πατρίδι του, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 348· ἐπίδᾱμος [[φάτις]] Οἰδιπόδα, [[δημώδης]], κοινὴ [[φήμη]] περὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 495. 2) διατρίβων ἔν τινι τόπῳ, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 226· οἱ ἐπίδαμοι, οἱ [[οἴκοι]] διαμένοντες, Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 33. 2) ἐπὶ νόσων, ἐπικρατοῦσα, ἐπιδημικὴ [[νόσος]], ἐπιδημία, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950.
|lstext='''ἐπίδημος''': -ον, = ἐπιδήμιος, «ἐπιδήμιος ἀντὶ τοῦ [[ἔνδημος]]. Ἀντιφάνης Ἀγροίκῳ» Α. Β. 93. 27· οὐ τυγχάνει [[ἐπίδημος]] ὤν, δὲν [[εἶναι]] ἐν τῇ πατρίδι του, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 348· ἐπίδᾱμος [[φάτις]] Οἰδιπόδα, [[δημώδης]], κοινὴ [[φήμη]] περὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 495. 2) διατρίβων ἔν τινι τόπῳ, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 226· οἱ ἐπίδαμοι, οἱ [[οἴκοι]] διαμένοντες, Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 33. 2) ἐπὶ νόσων, ἐπικρατοῦσα, ἐπιδημικὴ [[νόσος]], ἐπιδημία, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se répand dans un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δῆμος]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδημος Medium diacritics: ἐπίδημος Low diacritics: επίδημος Capitals: ΕΠΙΔΗΜΟΣ
Transliteration A: epídēmos Transliteration B: epidēmos Transliteration C: epidimos Beta Code: e)pi/dhmos

English (LSJ)

Dor. -δᾱμος, ον,

   A = ἐπιδήμιος, Antiph.11; οὐ τυγχάνει ἐ. ὤν not at home, Ar.Fr.390; ἐπίδᾱμος φάτις Οἰδιπόδα the popular current report concerning, S.OT495 (lyr.).    2. sojourning in a place, Call.Dian.226; Δήλῳ δ' ἦν ἐπίδημος, of Artemis, Id.Aet.3.1.26; οἱ ἐπίδᾱμοι GDI5040 (Hierapytna), cf. Milet.3.149 (ii B.C.).    3. of diseases, prevalent, epidemic, Hp.Epid.1.14.    b. ἐ. βιβλία writings on epidemic diseases, Pall.in Hp.Fract.12.271C.

German (Pape)

[Seite 937] = ἐπιδήμιος; φάτις Soph. O. R. 494; εἰλαπίνη, woran das ganze Volk theilnimmt, Tryph. 448. – Μιλήτῳ, sich in Milet aufhaltend, Callim. Dian. 226. – Bei Antiphan. auch = ἔνδημος, B. A. 93.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδημος: -ον, = ἐπιδήμιος, «ἐπιδήμιος ἀντὶ τοῦ ἔνδημος. Ἀντιφάνης Ἀγροίκῳ» Α. Β. 93. 27· οὐ τυγχάνει ἐπίδημος ὤν, δὲν εἶναι ἐν τῇ πατρίδι του, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 348· ἐπίδᾱμος φάτις Οἰδιπόδα, δημώδης, κοινὴ φήμη περὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 495. 2) διατρίβων ἔν τινι τόπῳ, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 226· οἱ ἐπίδαμοι, οἱ οἴκοι διαμένοντες, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 33. 2) ἐπὶ νόσων, ἐπικρατοῦσα, ἐπιδημικὴ νόσος, ἐπιδημία, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se répand dans un pays.
Étymologie: ἐπί, δῆμος.