ἐπίδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίδεσμος''': ὁ, ἐξωτερικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. [[ἐπίδεσμα]], τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- [[ὡσαύτως]], ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· [[ἐπίδεσμα]], τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502.
|lstext='''ἐπίδεσμος''': ὁ, ἐξωτερικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. [[ἐπίδεσμα]], τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- [[ὡσαύτως]], ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· [[ἐπίδεσμα]], τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ligament, bandelette pour pansement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δεσμός]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδεσμος Medium diacritics: ἐπίδεσμος Low diacritics: επίδεσμος Capitals: ΕΠΙΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: epídesmos Transliteration B: epidesmos Transliteration C: epidesmos Beta Code: e)pi/desmos

English (LSJ)

ὁ,

   A upper or outer bandage, Hp.Off.9, Ar.V.1440, Arist.HA630a6, Ph. Bel.96.19: metaph., of fortresses as the `fetters' of Greece, Str.9.4.15: heterocl. pl. ἐπίδεσμα Ael.NA8.9:—also ἐπί-δεσμον, τό, Gal.13.686.

German (Pape)

[Seite 936] ὁ, der Verband, die Bandage, Ar. Vesp. 1440; Arist. H. A. 9, 44; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδεσμος: ὁ, ἐξωτερικὸς ἐπίδεσμος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. ἐπίδεσμα, τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- ὡσαύτως, ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· ἐπίδεσμα, τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ligament, bandelette pour pansement.
Étymologie: ἐπί, δεσμός.