ἐπιρρίπτω: Difference between revisions
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιρρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Ὀδ. Ε. 310· ὁ [[λέων]] ἐπ. ἑαυτόν, ῥίπτει ἑαυτόν, ὁρμᾷ ἐπὶ τῆς λείας του, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]] εἴς τινα, ἐπ. στεφάνους Πολύβ. 18. 29, 12· Βρούτῳ τὴν φοινικίδα Πλουτ. Ἀντών. 22· χεῖρα δ’ ἐπέρριψεν (ἐπὶ τοῦ κύτους), ἔρριψεν ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τὴν χεῖρα, ἐπελάβετο [[αὐτοῦ]], Ἀνθ. Π. 9. 84: - μεταφ., προξενῶ, [[τῇδε]] γὰρ θνητῇ [[θεός]]... τάσδ’ ἐπέρριψε πλάνας Αἰσχύλ. Πρ. 738· [[ἐπιρρίπτω]] κατά τινος, ψευδεῖς αἰτίας ἐπιρρίπτων, Διόδ. 14. 12. ΙΙ. [[ἐκφέρω]] γνώμην, ἀδιορίστως ἐπ. περὶ τῶν λοιπῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 309. | |lstext='''ἐπιρρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Ὀδ. Ε. 310· ὁ [[λέων]] ἐπ. ἑαυτόν, ῥίπτει ἑαυτόν, ὁρμᾷ ἐπὶ τῆς λείας του, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]] εἴς τινα, ἐπ. στεφάνους Πολύβ. 18. 29, 12· Βρούτῳ τὴν φοινικίδα Πλουτ. Ἀντών. 22· χεῖρα δ’ ἐπέρριψεν (ἐπὶ τοῦ κύτους), ἔρριψεν ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τὴν χεῖρα, ἐπελάβετο [[αὐτοῦ]], Ἀνθ. Π. 9. 84: - μεταφ., προξενῶ, [[τῇδε]] γὰρ θνητῇ [[θεός]]... τάσδ’ ἐπέρριψε πλάνας Αἰσχύλ. Πρ. 738· [[ἐπιρρίπτω]] κατά τινος, ψευδεῖς αἰτίας ἐπιρρίπτων, Διόδ. 14. 12. ΙΙ. [[ἐκφέρω]] γνώμην, ἀδιορίστως ἐπ. περὶ τῶν λοιπῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 309. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=jeter sur : τινί [[τι]] lancer qch à qqn ; τινι [[δοῦρα]] OD lancer des javelots contre qqn ; πλάνας τινί ESCHL jeter qqn dans des courses errantes, condamner qqn à des courses errantes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
(
A ἐπῐρίπτω AP5.128 (Autom.)), cast at, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Od.5.310; διώκων ἐ. ἑαυτόν throws himself upon his prey, Arist.HA629b20; Βρούτῳ τὴν αὑτοῦ φοινικίδα ἐ. Plu.Ant.22; χεῖρα ἐ., Lat. manum injecit, AP9.84 (Antiphan.): metaph., ἐ. πλάνας τινί A.Pr.738; ψευδεῖς αἰτίας ἐ. D.S. 14.12; τὴν μέριμναν ἐπὶ [θεόν] 1 Ep.Pet.5.7; inflict, πολλὰσκληρὰ . . ἐπιρριφήσεται, c. dat., Nech.in Cat.Cod.Astr.7.146. 2. apply a plaster or fomentation, Sor.1.50 (Pass.), 69; σκεπάσματα Dsc.5.88. 3. Pass., -όμενα σκιρρώματα spreading over the surface, Id.1.42. 4. requisition, ἔργα PTeb.5.249 (ii B.C.); ἱερεῖα τρέφειν ib.183. 5. metaph. in Pass., to be imminent, οὐ βραχὺς ἐπέρριπτο κίνδυνος Ph.2.594. II. throw out opinions, ἀδιορίστως ἐ. περὶ τῶν λοιπῶν, v.l. for -, Arist.Metaph.986a34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρίπτω: ῥίπτω ἐναντίον τινός, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Ὀδ. Ε. 310· ὁ λέων ἐπ. ἑαυτόν, ῥίπτει ἑαυτόν, ὁρμᾷ ἐπὶ τῆς λείας του, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ῥίπτω ἐπάνω εἴς τινα, ἐπ. στεφάνους Πολύβ. 18. 29, 12· Βρούτῳ τὴν φοινικίδα Πλουτ. Ἀντών. 22· χεῖρα δ’ ἐπέρριψεν (ἐπὶ τοῦ κύτους), ἔρριψεν ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα, ἐπελάβετο αὐτοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 84: - μεταφ., προξενῶ, τῇδε γὰρ θνητῇ θεός... τάσδ’ ἐπέρριψε πλάνας Αἰσχύλ. Πρ. 738· ἐπιρρίπτω κατά τινος, ψευδεῖς αἰτίας ἐπιρρίπτων, Διόδ. 14. 12. ΙΙ. ἐκφέρω γνώμην, ἀδιορίστως ἐπ. περὶ τῶν λοιπῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 309.
French (Bailly abrégé)
jeter sur : τινί τι lancer qch à qqn ; τινι δοῦρα OD lancer des javelots contre qqn ; πλάνας τινί ESCHL jeter qqn dans des courses errantes, condamner qqn à des courses errantes.
Étymologie: ἐπί, ῥίπτω.