ἐπινομή: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινομή''': ἡ, (ἐπινέμομαι) ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], [[διάδοσις]], [[ἐξάπλωσις]] [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Ἀλεξ. 35· ἐπὶ δηλητηρίου, τὴν τοῦ ἰοῦ κατὰ τοῦ σώματος ἐπινομὴν Αἰλ. π. Ζ. 12. 32. ΙΙ. [[ἐπίθεσις]] ἐπιδέσμου, Γαλην. τ. 18, [[μέρος]] 1, σ. 791, 11, 792. 1, κτλ. 2) [[διαταγή]], [[παραγγελία]], ἐπινομὴν ἐδώκασιν [[ὅπως]], ἐὰν κοιμηθῶσιν, διαδέξωνται ἕτεροι δεδοκιμασμένοι ἄνδρες τὴν λειτουργίαν Κλήμ. Ρώμ. 1. 44.
|lstext='''ἐπινομή''': ἡ, (ἐπινέμομαι) ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], [[διάδοσις]], [[ἐξάπλωσις]] [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Ἀλεξ. 35· ἐπὶ δηλητηρίου, τὴν τοῦ ἰοῦ κατὰ τοῦ σώματος ἐπινομὴν Αἰλ. π. Ζ. 12. 32. ΙΙ. [[ἐπίθεσις]] ἐπιδέσμου, Γαλην. τ. 18, [[μέρος]] 1, σ. 791, 11, 792. 1, κτλ. 2) [[διαταγή]], [[παραγγελία]], ἐπινομὴν ἐδώκασιν [[ὅπως]], ἐὰν κοιμηθῶσιν, διαδέξωνται ἕτεροι δεδοκιμασμένοι ἄνδρες τὴν λειτουργίαν Κλήμ. Ρώμ. 1. 44.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de consumer de proche en proche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπινέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινομή Medium diacritics: ἐπινομή Low diacritics: επινομή Capitals: ΕΠΙΝΟΜΗ
Transliteration A: epinomḗ Transliteration B: epinomē Transliteration C: epinomi Beta Code: e)pinomh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπινέμομαι)

   A a grazing over the boundaries: metaph., ἐ. πυρός the spread of fire, Plu.Alex.35; of poison, Ael.NA12.32.    2. right of pasturage, Schwyzer 197.33 (Itanos, iii B.C.).    3. grazing after mowing, POxy.730.11 (ii A.D.), al.    II. pl.,final turns of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.51.2 (pl.), Gal.18(2).563.

German (Pape)

[Seite 966] ἡ, das um sich Greifen, sich Verbreiten, vom Feuer, Plut. Alex. 35; τοῦ ἰοῦ Ael. V. H. 12, 32. Vgl. ἐπινέμω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινομή: ἡ, (ἐπινέμομαι) ἐπὶ τοῦ πυρός, διάδοσις, ἐξάπλωσις αὐτοῦ, Πλουτ. Ἀλεξ. 35· ἐπὶ δηλητηρίου, τὴν τοῦ ἰοῦ κατὰ τοῦ σώματος ἐπινομὴν Αἰλ. π. Ζ. 12. 32. ΙΙ. ἐπίθεσις ἐπιδέσμου, Γαλην. τ. 18, μέρος 1, σ. 791, 11, 792. 1, κτλ. 2) διαταγή, παραγγελία, ἐπινομὴν ἐδώκασιν ὅπως, ἐὰν κοιμηθῶσιν, διαδέξωνται ἕτεροι δεδοκιμασμένοι ἄνδρες τὴν λειτουργίαν Κλήμ. Ρώμ. 1. 44.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de consumer de proche en proche.
Étymologie: ἐπινέμω.