ἐπίπαγος: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπᾰγος''': ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· [[ἁλώδης]] Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[ἐπίπαγος]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ [[γραῦς]]». | |lstext='''ἐπίπᾰγος''': ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· [[ἁλώδης]] Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[ἐπίπαγος]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ [[γραῦς]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />crème <i>ou</i> croûte à la surface d’un liquide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πάγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἐπιπήγνυμι)
A congealed or hardened crust on the top of a thing, Dsc.1.101.2, Aret.SA1.9, Gal.Lex.s.v. σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης capsule of lens, Ruf.Anat.17; ἁλώδης Plu.2.627f; = γραῦς 11, scum, Hsch., cf. Gal.6.252.
German (Pape)
[Seite 967] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; ἁλώδης, Plut. Symp. 1, 9, 4. S. γραῦς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπᾰγος: ὁ, (ἐπιπήγνυμι) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· ἁλώδης Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπίπαγος· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ γραῦς».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
crème ou croûte à la surface d’un liquide.
Étymologie: ἐπί, πάγος.