ἐπιπρεσβεύομαι: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπρεσβεύομαι''': ἀπέρχομαί που ὡς [[πρεσβευτής]], ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. [[ἀποστέλλω]] πρεσβείαν, [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) [[ἀποστέλλω]] καὶ [[ἄλλην]] πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18. | |lstext='''ἐπιπρεσβεύομαι''': ἀπέρχομαί που ὡς [[πρεσβευτής]], ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. [[ἀποστέλλω]] πρεσβείαν, [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) [[ἀποστέλλω]] καὶ [[ἄλλην]] πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=envoyer une ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πρεσβεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A go as ambassador, D.H.2.47. II. send an embassy, πρός τινα Id.6.56; τινί Plu.Sert.27,Ant.68. 2. send a second embassy, App.Gall.18.
German (Pape)
[Seite 972] med., als Gesandter wohin gehen, D. Hal. 2, 47 u. a. Sp. – Auch eine Gesandtschaft an Jemand schicken, πρός τινα, D. Hal. 6, 56; Plut. Sertor. 27, oft; wieder eine Gesandtschaft schicken, Ann. B. Gall. 18. – Poll. 8, 137 führt neben ἐπιπρεσβεύσασθαι auch ἐπιπρεσβεῦσαι an.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπρεσβεύομαι: ἀπέρχομαί που ὡς πρεσβευτής, ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. ἀποστέλλω πρεσβείαν, πρός τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) ἀποστέλλω καὶ ἄλλην πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18.