ἐπισάττω: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισάττω''': [[ἐπισωρεύω]] [[φορτίον]] [[ἐπάνω]] εἴς τινα, φορτώνω, τι ἐπὶ ὄνους, ἐπὶ καμήλους Ἡρόδ. 1. 194., 3. 9· ἵππον ἐπ., [[ἁπλῶς]], ἐπιθέτω ἐπ’ αὐτὸν τὸ ἐφίππιον, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 27, Ἀν. 3. 4, 35· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., φορτώνω τινὰ μέ τι, τὴν ὄνον σῦκα Ἀλκίφρων 3. 20. 2) [[ἐπισωρεύω]], [[συσσωρεύω]] τὴν ἐπισεσαγμένην γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 5. | |lstext='''ἐπισάττω''': [[ἐπισωρεύω]] [[φορτίον]] [[ἐπάνω]] εἴς τινα, φορτώνω, τι ἐπὶ ὄνους, ἐπὶ καμήλους Ἡρόδ. 1. 194., 3. 9· ἵππον ἐπ., [[ἁπλῶς]], ἐπιθέτω ἐπ’ αὐτὸν τὸ ἐφίππιον, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 27, Ἀν. 3. 4, 35· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., φορτώνω τινὰ μέ τι, τὴν ὄνον σῦκα Ἀλκίφρων 3. 20. 2) [[ἐπισωρεύω]], [[συσσωρεύω]] τὴν ἐπισεσαγμένην γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐπισάξω;<br />mettre une charge sur, charger sur : [[τι]] ἐπὶ ὄνους, ἐπὶ καμήλους HDT mettre une charge sur des ânes, sur des chameaux ; ἵππον XÉN seller et charger un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σάττω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A pile a load upon, τι ἐπὶ ὄνους, ἐπὶ καμήλους, Hdt.1.194, 3.9; τι ὄνῳ J.AJ1.13.2; ἵππον ἐ. saddle it, X.Cyr.3.3.27, An.3.4.35: c. dupl. acc., load with, τὴν ὄνον σῦκα Alciphr.3.20. 2. heap up, τὴν ἐπισεσαγμένην γῆν Thphr.HP7.2.5. 3. Pass., to be filled full, Gal.7.541.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισάττω: ἐπισωρεύω φορτίον ἐπάνω εἴς τινα, φορτώνω, τι ἐπὶ ὄνους, ἐπὶ καμήλους Ἡρόδ. 1. 194., 3. 9· ἵππον ἐπ., ἁπλῶς, ἐπιθέτω ἐπ’ αὐτὸν τὸ ἐφίππιον, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 27, Ἀν. 3. 4, 35· μετὰ διπλῆς αἰτ., φορτώνω τινὰ μέ τι, τὴν ὄνον σῦκα Ἀλκίφρων 3. 20. 2) ἐπισωρεύω, συσσωρεύω τὴν ἐπισεσαγμένην γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπισάξω;
mettre une charge sur, charger sur : τι ἐπὶ ὄνους, ἐπὶ καμήλους HDT mettre une charge sur des ânes, sur des chameaux ; ἵππον XÉN seller et charger un cheval.
Étymologie: ἐπί, σάττω.