Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπισφίγγω: Difference between revisions

From LSJ
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισφίγγω''': [[σφίγγω]], πέδιλα… τοὺς πόδας ἐπισφίγγοντα Λουκ. Ἔρωτ. 41· κόρην... εἶχον ἐπισφίγξας πήχεσιν ἡμετέροις, εἶχον τὴν κόρην σφιγκτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἀνθ. Π. 5. 243· χρυσοῖς τε ἀνασπαστοῖς ἐπέσφιγγε τῶν βλαυτῶν τοὺς ἀναγωγέας, τῶν σανδαλίων τοὺς ἱμάντας, Ἀθήν. 543F· ἐπ. τὴν ἀμφισβήτησιν, περιπλέκειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λύειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 96· τὴν νήτην ἐπίσφιγξον σφίγξον ἔτι [[μᾶλλον]] τὴν χορδήν, ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 36.
|lstext='''ἐπισφίγγω''': [[σφίγγω]], πέδιλα… τοὺς πόδας ἐπισφίγγοντα Λουκ. Ἔρωτ. 41· κόρην... εἶχον ἐπισφίγξας πήχεσιν ἡμετέροις, εἶχον τὴν κόρην σφιγκτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἀνθ. Π. 5. 243· χρυσοῖς τε ἀνασπαστοῖς ἐπέσφιγγε τῶν βλαυτῶν τοὺς ἀναγωγέας, τῶν σανδαλίων τοὺς ἱμάντας, Ἀθήν. 543F· ἐπ. τὴν ἀμφισβήτησιν, περιπλέκειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λύειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 96· τὴν νήτην ἐπίσφιγξον σφίγξον ἔτι [[μᾶλλον]] τὴν χορδήν, ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 36.
}}
{{bailly
|btext=serrer, presser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σφίγγω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισφίγγω Medium diacritics: ἐπισφίγγω Low diacritics: επισφίγγω Capitals: ΕΠΙΣΦΙΓΓΩ
Transliteration A: episphíngō Transliteration B: episphingō Transliteration C: episfiggo Beta Code: e)pisfi/ggw

English (LSJ)

   A bind tight, tighten, κημούς Ph.1.698; νάρθηκας (splints) Gal.18(2).398; πέδιλα ἐ. τοὺς πόδας Luc.Am.41 ; ἐ. τινὰ πήχεσι in the arms, AP5.242 (Maced.); ἐ. τοὺς ἀναγωγέας tie the shoe-strings tight, Ath.12.543f; μοσχεύματα Gp.10.12.3: metaph.,shut up tightly, [θησαυροὺς] κακῶν Ph.1.108 ; ἐ. τὴν ἀμφισβήτησιν complicate it, opp. λύειν, S.E.M.2.96 ; also ἐ. τὴν νήτην screw it tighter, tune the instrument, Ael.VH9.36 : metaph., 'screw up', intensify, ὀδύνας (ὠδίνας cod.) Ph.1.680.

German (Pape)

[Seite 988] daran-, daraufbinden, anschnüren, Ath. XII, 543 f; πήχεσί τινα, fest umschlingen, Macedon. 4 (V, 243); πέδιλα ἐπισφίγγοντα τοὺς πόδας, zusammenpressen, Luc. am. 41; ἀμφισβήτησιν, Ggstz λύειν, Sest. Emp. adv. rhet. 96; – τὴν νήτην, die Saite straffer anziehen, stärker anschlagen, Ael. V. H. 9, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφίγγω: σφίγγω, πέδιλα… τοὺς πόδας ἐπισφίγγοντα Λουκ. Ἔρωτ. 41· κόρην... εἶχον ἐπισφίγξας πήχεσιν ἡμετέροις, εἶχον τὴν κόρην σφιγκτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἀνθ. Π. 5. 243· χρυσοῖς τε ἀνασπαστοῖς ἐπέσφιγγε τῶν βλαυτῶν τοὺς ἀναγωγέας, τῶν σανδαλίων τοὺς ἱμάντας, Ἀθήν. 543F· ἐπ. τὴν ἀμφισβήτησιν, περιπλέκειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λύειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 96· τὴν νήτην ἐπίσφιγξον σφίγξον ἔτι μᾶλλον τὴν χορδήν, ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 36.

French (Bailly abrégé)

serrer, presser.
Étymologie: ἐπί, σφίγγω.