ἑπτά: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑπτά''': οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κτλ., περὶ τῆς ἐπικρατήσεως [[αὐτοῦ]] ὡς μυστικοῦ ἀριθμοῦ ἴδε Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 5, κτλ. (Πρὸς τὰ ἑπτά, ἕβδομος (ἀντὶ ἕπτομος, πρβλ. [[ὀκτώ]], ὄγδοος) πρβλ. Σανσκρ. sapt-an, sapt-amas· Ζενδ. hapt-an, hapt-athas· Λατ. sept-em sept-imus· Γοτθ. καὶ Παλ-Ὑψ-Γερμ. sib-un (sieben)˙ Παλαιο-Σκανδ. sjau, sjaundi (ἐκπεσόντος τοῦ χειλοφώνου)˙ Ἀγγλο-Σαξον. seof-on, κτλ.). - Περὶ τοῦ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 346 κἑξ. | |lstext='''ἑπτά''': οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κτλ., περὶ τῆς ἐπικρατήσεως [[αὐτοῦ]] ὡς μυστικοῦ ἀριθμοῦ ἴδε Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 5, κτλ. (Πρὸς τὰ ἑπτά, ἕβδομος (ἀντὶ ἕπτομος, πρβλ. [[ὀκτώ]], ὄγδοος) πρβλ. Σανσκρ. sapt-an, sapt-amas· Ζενδ. hapt-an, hapt-athas· Λατ. sept-em sept-imus· Γοτθ. καὶ Παλ-Ὑψ-Γερμ. sib-un (sieben)˙ Παλαιο-Σκανδ. sjau, sjaundi (ἐκπεσόντος τοῦ χειλοφώνου)˙ Ἀγγλο-Σαξον. seof-on, κτλ.). - Περὶ τοῦ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 346 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=([[οἱ]], [[αἱ]], [[τά]])<br /><i>dét. numéral indécl.</i><br />sept ; [[οἱ]] ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ÉL les Sept (chefs) devant Thèbes.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> septem. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.
A seven, Il.6.421, etc.; as a mystical number, Arist.Metaph.1093a13, etc.; αἱ ἑ. νῆσοι the seven largest islands, Alex.268, cf. Arist.Mir.837a31 ; τὰ ἑ. θεάματα the Seven Wonders, Str.17.1.33, cf.D.S.2.11, etc.; οἱ ἑ. σοφισταί the Seven Sages, Isoc. 15.109, Aristid.2.311 J.; οἱ ἑ. σοφοί Stob.3.1.172 ; οἱ ἑ. alone, D.L. 1.40, Lib.Ep.286.3. 2 οἱ ἑ., board of magistrates at Olbia, SIG 495.2 (iii B.C.) ; οἱ ἑ. ἄνδρες, = Lat. septemviri epulones, D.C.48.32. (I.-E. sept[macutenull], cf. Skt. saptá, Lat. septem (fancifully connected with σέβομαι, Ph.1.30, Theol.Ar.43) : Hsch. has τεπτά, i.e. ηεπτά.)
German (Pape)
[Seite 1012] οἱ, αἱ, τά, indeclin., sieben, Hom. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτά: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κτλ., περὶ τῆς ἐπικρατήσεως αὐτοῦ ὡς μυστικοῦ ἀριθμοῦ ἴδε Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 5, κτλ. (Πρὸς τὰ ἑπτά, ἕβδομος (ἀντὶ ἕπτομος, πρβλ. ὀκτώ, ὄγδοος) πρβλ. Σανσκρ. sapt-an, sapt-amas· Ζενδ. hapt-an, hapt-athas· Λατ. sept-em sept-imus· Γοτθ. καὶ Παλ-Ὑψ-Γερμ. sib-un (sieben)˙ Παλαιο-Σκανδ. sjau, sjaundi (ἐκπεσόντος τοῦ χειλοφώνου)˙ Ἀγγλο-Σαξον. seof-on, κτλ.). - Περὶ τοῦ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 346 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
dét. numéral indécl.
sept ; οἱ ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ÉL les Sept (chefs) devant Thèbes.
Étymologie: cf. lat. septem.