ἑτερόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόφρων''': -ον, ([[φρήν]]) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, [[ἑτερόδοξος]], Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, [[ἐμμανής]], ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.
|lstext='''ἑτερόφρων''': -ον, ([[φρήν]]) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, [[ἑτερόδοξος]], Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, [[ἐμμανής]], ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui est en démence.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φρήν]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόφρων Medium diacritics: ἑτερόφρων Low diacritics: ετερόφρων Capitals: ΕΤΕΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: heteróphrōn Transliteration B: heterophrōn Transliteration C: eterofron Beta Code: e(tero/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A thinking strangely, raving, Tryph.439; λύσσα AP1.19 (Claudian.), cf. Nonn.D.9.49.

German (Pape)

[Seite 1051] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie παλμός Nonn. D. 10, 36; λύσσα Claudian. ep. (I, 191; κούρη, wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφρων: -ον, (φρήν) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, ἑτερόδοξος, Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, ἐμμανής, ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui est en démence.
Étymologie: ἕτερος, φρήν.