Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔμαρις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμᾱρις''': -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι [[σανδάλιον]], «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων ([[ἐπειδὴ]] τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν [[χρῶμα]] ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια [[ταῦτα]] εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ [[εὔμαρις]] ἐκαλεῖτο [[βαθύπελμος]], Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. [[ξένη]] [[λέξις]]). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ..
|lstext='''εὔμᾱρις''': -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι [[σανδάλιον]], «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων ([[ἐπειδὴ]] τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν [[χρῶμα]] ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια [[ταῦτα]] εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ [[εὔμαρις]] ἐκαλεῖτο [[βαθύπελμος]], Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. [[ξένη]] [[λέξις]]). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ..
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).<br />'''Étymologie:''' mot oriental.
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμᾱρις Medium diacritics: εὔμαρις Low diacritics: εύμαρις Capitals: ΕΥΜΑΡΙΣ
Transliteration A: eúmaris Transliteration B: eumaris Transliteration C: eymaris Beta Code: eu)/maris

English (LSJ)

[later ᾰ (v. infr.)], ιδος, ἡ, acc.

   A εὔμᾱριν A.Pers.660 (lyr.); but acc. pl. εὐμᾱρίδας (sic) Lyc.855 (on the accent, v. Hdn.Gr.1.99): —an Asiatic shoe or slipper (made of deerskin, Poll.7.90), βαρβάροις ἐν εὐμάρισι E.Or.1370 (lyr.); κροκόβαπτον . . εὔμαριν ἀείρων A.l.c.; βαθύπελμος εὔμᾰρις AP7.413 (Antip.), cf. Lyc.l.c. (Prob. a foreign word.)

German (Pape)

[Seite 1079] (so Poll. 7, 90 u. Arcad. 34, 4 accent., accus. bei Aesch.), ιδος, ἡ, orientalische Fußbekleidung für Männer; εὔμαριν Aesch. Pers. 651; βαρβάροις ἐν εὐμαρίσιν Eur. Or. 1364; für Frauen, Lycophr. 855, βαθύπελμος εὐμαρίς Ant. Sid. 82 (VII, 413) [α kurz]. Die Alten leiten es von εὐμάρα od. εὐμαρής ab, doch scheint es ein orientalisches Wort.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμᾱρις: -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι σανδάλιον, «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων (ἐπειδὴ τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν χρῶμα ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια ταῦτα εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ εὔμαρις ἐκαλεῖτο βαθύπελμος, Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. ξένη λέξις). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ..

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).
Étymologie: mot oriental.