εὔορκος: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔορκος''': -ον, ὁ τηρῶν τὸν ὅρκον του, πιστὸς εἰς τὸν ὅρκον αὑτοῦ, ἀνδρὸς δ’ εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν [[ἀμείνων]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 283, πρβλ. 183, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3, Ἀριστοφ. Πλ. 61, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42, κτλ.· εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 495. ΙΙ. ἐπὶ ὅρκων, εὔορκα ὀμνύναι, ὁρκίζεσθαι πιστῶς, Ἀντιφῶν 112. 23· διομόσασθαι εὐορκότερα ὁ αὐτ. 143. 18· ψηφίσασθαι Ἰσαῖος 2, ἐν τέλει· γνῶναι Δημ. 310. 16· εὐορκοτέραν θήσεσθε τὴν ψῆφον ὁ αὐτ. 846. 2, πρβλ. 522. 19· εὐορκοτάτην τὴν ψῆφον ἐνεγκεῖν Λυκοῦργ. 149. 23, πρβλ. Λυσ. 153. 3: - [[συμφώνως]] πρὸς τὸν ὅρκον τινός, οὐχὶ [[ἐναντίον]] τοῦ ὅρκου, εὔορκόν ἐστι Θουκ. 5. 18, πρβλ. 23, 29· εὔορκα ταῦθ’ ὑμῖν ἐστι Δημ. 525. 13· [[οὕτως]] ἐν τῷ Ἐπιρρ., τὰ δ’ εὐόρκως ἔχει Αἰσχύλ. Χο. 979· εὔορκον θέσθαι τὴν ψήφον Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 5. | |lstext='''εὔορκος''': -ον, ὁ τηρῶν τὸν ὅρκον του, πιστὸς εἰς τὸν ὅρκον αὑτοῦ, ἀνδρὸς δ’ εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν [[ἀμείνων]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 283, πρβλ. 183, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3, Ἀριστοφ. Πλ. 61, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42, κτλ.· εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 495. ΙΙ. ἐπὶ ὅρκων, εὔορκα ὀμνύναι, ὁρκίζεσθαι πιστῶς, Ἀντιφῶν 112. 23· διομόσασθαι εὐορκότερα ὁ αὐτ. 143. 18· ψηφίσασθαι Ἰσαῖος 2, ἐν τέλει· γνῶναι Δημ. 310. 16· εὐορκοτέραν θήσεσθε τὴν ψῆφον ὁ αὐτ. 846. 2, πρβλ. 522. 19· εὐορκοτάτην τὴν ψῆφον ἐνεγκεῖν Λυκοῦργ. 149. 23, πρβλ. Λυσ. 153. 3: - [[συμφώνως]] πρὸς τὸν ὅρκον τινός, οὐχὶ [[ἐναντίον]] τοῦ ὅρκου, εὔορκόν ἐστι Θουκ. 5. 18, πρβλ. 23, 29· εὔορκα ταῦθ’ ὑμῖν ἐστι Δημ. 525. 13· [[οὕτως]] ἐν τῷ Ἐπιρρ., τὰ δ’ εὐόρκως ἔχει Αἰσχύλ. Χο. 979· εὔορκον θέσθαι τὴν ψήφον Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui garde la foi jurée, fidèle à un serment;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> garanti par un serment;<br /><b>3</b> conforme à la parole donnée;<br /><i>Cp.</i> εὐορκότερος, <i>Sp.</i> εὐορκότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὅρκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A keeping one's oath, faithful to one's oath, ἀνδρὸς δ' εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν ἀμείνων Hes.Op.285, cf. 190, Orac. ap. Hdt. 6.86.γ, Ar.Pl.61, X.HG2.4.42, etc.; εἴς τινα E.Med.495. II of oaths, εὔορκα ἀντομωμοκώς Antipho 1.8; [διομόσασθαι] εὐορκότερα Id.6.16; ψηφίσασθαι Is.2.47; γνῶναι D.18.249; εὐορκοτέραν θήσεσθε τὴν ψῆφον Id.29.4, cf. 21.24; εὐορκοτάτην <τὴν> ψῆφον ἐνεγκεῖν Lycurg. 13: Sup., Lys.19.11; in accordance with one's oath, no breach of oath, εὔορκόν [ἐστι] Foed. ap. Th.5.18, cf. 23,29; εὔορκα ταῦθ' ὑμῖν ἐστι D. 21.34 (v.l. ἔνορκα): so in Adv., τάδ' εὐόρκως ἔχει A.Ch.979; εὐ. θέσθαι τὴν ψῆφον Arist.Rh.Al.1433a1.
German (Pape)
[Seite 1085] richtig, nicht falsch schwörend, den Eid haltend, Hes. O. 283; εἴς τινα, Eur. Med. 495; Ar. Plut. 61; καὶ ὅσιος Plat. Rep. II, 363 d; Xen. Hell. 2, 4, 42; oft bei den Rednern, von Sachen, mit einem Eide, dem Eide angemessen, εὔορκα ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; γενήσεται ὑμῖν 5, 85; τὰ δίκαια καὶ τὰ εὔορκα ψηφίσασθαι Is. 2 extr.; εὐορκοτέραν ψῆφον θήσεσθε, eine dem Eide angemessene Stimme, Dem. 29, 4; im superl., Andoc. 1, 8; Lys. 19, 11; εὔορκον εἶναι, c. inf., Thuc. 5, 18. 23, es sei unbeschadet des Eides erlaubt zu thun. – Adv., τάδ' εὐόρκως ἔχει Aesch. Ch. 979; ὑπισχνεῖται, mit einem Eide, Hdn. 5, 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
εὔορκος: -ον, ὁ τηρῶν τὸν ὅρκον του, πιστὸς εἰς τὸν ὅρκον αὑτοῦ, ἀνδρὸς δ’ εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν ἀμείνων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 283, πρβλ. 183, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3, Ἀριστοφ. Πλ. 61, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42, κτλ.· εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 495. ΙΙ. ἐπὶ ὅρκων, εὔορκα ὀμνύναι, ὁρκίζεσθαι πιστῶς, Ἀντιφῶν 112. 23· διομόσασθαι εὐορκότερα ὁ αὐτ. 143. 18· ψηφίσασθαι Ἰσαῖος 2, ἐν τέλει· γνῶναι Δημ. 310. 16· εὐορκοτέραν θήσεσθε τὴν ψῆφον ὁ αὐτ. 846. 2, πρβλ. 522. 19· εὐορκοτάτην τὴν ψῆφον ἐνεγκεῖν Λυκοῦργ. 149. 23, πρβλ. Λυσ. 153. 3: - συμφώνως πρὸς τὸν ὅρκον τινός, οὐχὶ ἐναντίον τοῦ ὅρκου, εὔορκόν ἐστι Θουκ. 5. 18, πρβλ. 23, 29· εὔορκα ταῦθ’ ὑμῖν ἐστι Δημ. 525. 13· οὕτως ἐν τῷ Ἐπιρρ., τὰ δ’ εὐόρκως ἔχει Αἰσχύλ. Χο. 979· εὔορκον θέσθαι τὴν ψήφον Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui garde la foi jurée, fidèle à un serment;
2 en parl. de choses garanti par un serment;
3 conforme à la parole donnée;
Cp. εὐορκότερος, Sp. εὐορκότατος.
Étymologie: εὖ, ὅρκος.