ζυγίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῠγίτης''': ῑ, ου, ὁ, ὁ [[ἐρέτης]] ὁ καθήμενος ἐν τῇ μεσαίᾳ γραμμῇ, ὡς τὸ μεσόνεος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074, πρβλ. [[θαλαμίτης]], [[θρανίτης]].
|lstext='''ζῠγίτης''': ῑ, ου, ὁ, ὁ [[ἐρέτης]] ὁ καθήμενος ἐν τῇ μεσαίᾳ γραμμῇ, ὡς τὸ μεσόνεος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074, πρβλ. [[θαλαμίτης]], [[θρανίτης]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ζευγίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγίτης Medium diacritics: ζυγίτης Low diacritics: ζυγίτης Capitals: ΖΥΓΙΤΗΣ
Transliteration A: zygítēs Transliteration B: zygitēs Transliteration C: zygitis Beta Code: zugi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A the rower who sat on the mid-most of the three banks, like μεσόνεος, Sch.Ar.Ra.1106.

German (Pape)

[Seite 1140] ὁ, Ruderer auf der mittleren der drei Ruderbänke, Schol. Ar. Ran. 1106.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἐρέτης ὁ καθήμενος ἐν τῇ μεσαίᾳ γραμμῇ, ὡς τὸ μεσόνεος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074, πρβλ. θαλαμίτης, θρανίτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ζευγίτης.
Étymologie: ζυγόν.