ἠπύτα: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠπύτᾰ''': ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. [[ἱππότα]], κτλ.· ([[ἠπύω]])· - [[φωνητής]], [[βοητής]], [[κράκτης]], [[ἠπύτα]] κήρυξ, ὁ [[μεγαλόφωνος]] κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ [[ὀξύφωνος]] σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· [[πόντος]] Ὀππ. Κ. 2. 136. | |lstext='''ἠπύτᾰ''': ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. [[ἱππότα]], κτλ.· ([[ἠπύω]])· - [[φωνητής]], [[βοητής]], [[κράκτης]], [[ἠπύτα]] κήρυξ, ὁ [[μεγαλόφωνος]] κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ [[ὀξύφωνος]] σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· [[πόντος]] Ὀππ. Κ. 2. 136. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ) :<br /><i>seul. nom., épq. p.</i> *ἠπύτης;<br />qui fait du bruit, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἠπύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, Ep. for ἠπύτης (which is not found), (ἠπύω)
A calling, crying, ἠπύτα κῆρυξ the loud-voiced herald, Il.7.384; ἠ. σῦριγξ the shrill pipe, Q.S.6.170; πόντος Opp.C.2.136.
German (Pape)
[Seite 1175] ὁ, ep. für (das wohl nicht vorkommende) ἠπύτης, der Rufer; κήρυξ, der lautrufende Herold, Il. 7, 384; Τρίτων, p. bei Ael. H. A. 13, 21; πόντος, laut tosend, Opp. Cyn. 2, 136; σῦριγξ, Qu. Sm. 6, 170. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἠπύτᾰ: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης (ὅπερ ὅμως δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. ἱππότα, κτλ.· (ἠπύω)· - φωνητής, βοητής, κράκτης, ἠπύτα κήρυξ, ὁ μεγαλόφωνος κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ ὀξύφωνος σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· πόντος Ὀππ. Κ. 2. 136.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
seul. nom., épq. p. *ἠπύτης;
qui fait du bruit, retentissant.
Étymologie: ἠπύω.