ἧσσα: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἧσσα''': ἐν τῇ νεωτ. Ἀτθίδ. [[ἧττα]], ης, ἡ, ἀντίθ. τῷ [[νίκη]], Θουκ. 5. 13., 7. 72, Πλάτ. Νόμ. 638Β· πολέμου, ἐν πολέμῳ, ὁ αὐτ. Λάχ. 196Α· [[ἧττα]]... πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Αἰσχίν. 69. 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 840D· ἧτταν προσίεμαι, ἀφίνω, [[δέχομαι]] νὰ νικηθῶ, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ― [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ὑποχώρησις]] εἴς τι, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Πλάτ. Νόμ. 869Ε· ἡ ἐν τοιούτοις [[ἧττα]] Δημ. 1486. 3· ἡ ὑπὸ τῶν λιπαρούντων [[ἧττα]] Πλούτ. ἐν Βρούτ. 6. | |lstext='''ἧσσα''': ἐν τῇ νεωτ. Ἀτθίδ. [[ἧττα]], ης, ἡ, ἀντίθ. τῷ [[νίκη]], Θουκ. 5. 13., 7. 72, Πλάτ. Νόμ. 638Β· πολέμου, ἐν πολέμῳ, ὁ αὐτ. Λάχ. 196Α· [[ἧττα]]... πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Αἰσχίν. 69. 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 840D· ἧτταν προσίεμαι, ἀφίνω, [[δέχομαι]] νὰ νικηθῶ, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ― [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ὑποχώρησις]] εἴς τι, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Πλάτ. Νόμ. 869Ε· ἡ ἐν τοιούτοις [[ἧττα]] Δημ. 1486. 3· ἡ ὑπὸ τῶν λιπαρούντων [[ἧττα]] Πλούτ. ἐν Βρούτ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />infériorité :<br /><b>1</b> échec, défaite à la guerre ; perte d’un procès;<br /><b>2</b> action de se laisser dominer par : ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν PLAT par les plaisirs, par les désirs;<br /><b>3</b> action de se laisser aller au découragement.<br />'''Étymologie:''' [[ἦκα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἧττα, ης, ἡ,
A defeat, discomfiture, Th.5.12,7.72, Pl.Lg. 638b; πολέμου in war, Id.La.196a; ἧττα . . πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Aeschin.3.111, cf. Plu.2.840c; μὴ δι' ἧτταν, ἀλλὰ διὰ προαίρεσιν Arist.EN1150a24; ἧτταν προσίεσθαι to let oneself be conquered, X.Cyr.3.3.45: c. gen. rei, yielding or giving way to a thing, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν, Pl.Lg.869e (pl.); ἡ ἐν τοῖς τοιούτοις ἧ. καλή D.Ep.3.45; ἡ ὑπὸ τῶν λιπαρούντων ἧ. Plu.Brut.6.
German (Pape)
[Seite 1177] ἡ, Thuc. 7, 72, att. ἧττα (vgl. ἥττων), Niederlage; Ggstz von νίκη, Plat. Legg. I, 638 b Lach. 196 a; ἧτταν προσίεται, läßt sich besiegen, Xen. Cyr. 3, 3, 45; Folgde; αἰσχρὰν ἧτταν ἡττᾶσθαι Plut. Fab. 13. Uebh. das den Kürzern Ziehen, Unterliegen, τοῦ πώματος, ἡδονῶν, den Lüsten, Plat. Legg. I, 648 e IX, 869 e u. Sp.; auch im Proceß, vgl. ἧτταν αὐτοῖς εἶναι πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Aesch. 3, 111.
Greek (Liddell-Scott)
ἧσσα: ἐν τῇ νεωτ. Ἀτθίδ. ἧττα, ης, ἡ, ἀντίθ. τῷ νίκη, Θουκ. 5. 13., 7. 72, Πλάτ. Νόμ. 638Β· πολέμου, ἐν πολέμῳ, ὁ αὐτ. Λάχ. 196Α· ἧττα... πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Αἰσχίν. 69. 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 840D· ἧτταν προσίεμαι, ἀφίνω, δέχομαι νὰ νικηθῶ, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ― μετὰ γεν. πράγμ., ὑποχώρησις εἴς τι, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Πλάτ. Νόμ. 869Ε· ἡ ἐν τοιούτοις ἧττα Δημ. 1486. 3· ἡ ὑπὸ τῶν λιπαρούντων ἧττα Πλούτ. ἐν Βρούτ. 6.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
infériorité :
1 échec, défaite à la guerre ; perte d’un procès;
2 action de se laisser dominer par : ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν PLAT par les plaisirs, par les désirs;
3 action de se laisser aller au découragement.
Étymologie: ἦκα.