θέμα: Difference between revisions
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θέμα''': τό, ([[τίθημι]]) τὸ τεθειμένον, τὸ κείμενον: 1) χρήματα κατατεθειμένα ὡς [[ἐγγύησις]], [[παρακαταθήκη]], Πλούτ. 2. 116Α, Β· θησαυρὸς, κατάθεμα, Ἑβδ. (Σιράχ. Λ΄, 19). 2) τὸ [[προκείμενον]] ὡς [[βραβεῖον]], [[ἆθλον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2758. 1, 2, 2759, 2954Β, κ. ἀλλ.· ἴδε Pearson Ignat. σ. 25, καὶ πρβλ. [[θεματικός]]. 3) [[πρότασις]] ἢ [[ὑπόθεσις]] πρὸς συζήτησιν, [[ζήτημα]], τὸ παρὰ Κικέρωνι propositum, Διογ. Λ. 7.78, Κοϊντιλ. 4.2, 28. 4) παρὰ Γραμμ. [[πρωτότυπος]] [[λέξις]] ἢ ὁ πρῶτος σχηματισμὸς ἢ ἡ [[ῥίζα]]. 5) [[ὡροσκόπιον]], Μανέθων 1. 278, Suet. Octav. 94 ἐν τέλ. 6) στρατιωτικὴ [[δύναμις]]· καὶ [[ἑπομένως]], διαμέρισμα στρατιωτικὸν ὑποδιαιρούμενον εἰς ἐπαρχίας, Κωνστ. Πορφύρ. π. Θεμάτ. | |lstext='''θέμα''': τό, ([[τίθημι]]) τὸ τεθειμένον, τὸ κείμενον: 1) χρήματα κατατεθειμένα ὡς [[ἐγγύησις]], [[παρακαταθήκη]], Πλούτ. 2. 116Α, Β· θησαυρὸς, κατάθεμα, Ἑβδ. (Σιράχ. Λ΄, 19). 2) τὸ [[προκείμενον]] ὡς [[βραβεῖον]], [[ἆθλον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2758. 1, 2, 2759, 2954Β, κ. ἀλλ.· ἴδε Pearson Ignat. σ. 25, καὶ πρβλ. [[θεματικός]]. 3) [[πρότασις]] ἢ [[ὑπόθεσις]] πρὸς συζήτησιν, [[ζήτημα]], τὸ παρὰ Κικέρωνι propositum, Διογ. Λ. 7.78, Κοϊντιλ. 4.2, 28. 4) παρὰ Γραμμ. [[πρωτότυπος]] [[λέξις]] ἢ ὁ πρῶτος σχηματισμὸς ἢ ἡ [[ῥίζα]]. 5) [[ὡροσκόπιον]], Μανέθων 1. 278, Suet. Octav. 94 ἐν τέλ. 6) στρατιωτικὴ [[δύναμις]]· καὶ [[ἑπομένως]], διαμέρισμα στρατιωτικὸν ὑποδιαιρούμενον εἰς ἐπαρχίας, Κωνστ. Πορφύρ. π. Θεμάτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>propr.</i> ce qu’on pose :<br /><b>1</b> somme d’argent déposée chez un banquier;<br /><b>2</b> thème <i>ou</i> sujet de développement oratoire.<br />'''Étymologie:''' [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (τίθημι)
A that which is placed or laid down: 1 money deposited, deposit, Ceb.31, PCair.Zen.22.11 (iii B.C.), SIG742.58 (Ephesus, i B.C.), Plu.2.116a,b; also, of grain, PRyl.199.12 (i A.D.); ἐν θέματι ἔχειν παρά τινος PTeb.120.125 (i B.C.); treasure, LXX To.4.9. 2 pile, of loaves, ib.Le.24.6,7; θ. βρωμάτων παρακείμενα ἐπὶ τάφῳ ib.Si.30.18. 3 = θήκη, coffer, ib.1 Ki.6.8. 4 position, situation, of land, IG14.217 (Acrae). 5 Astrol., nativity, 'horoscope' (in mod. sense), Suet.Aug.94, Vett.Val.194.20,al., Man. 1.278. 6 either common burial-place or common land, Michel995 B 50 (pl.); private burial-ground, ἡ σορὸς καὶ τὸ βαθρικὸν καὶ τὸ ὑποκείμενον θ. Judeich Altertümervon Hierapolis 208, cf. 124,al.; θέμα· ἕξις, τόπος, στάσις, μνῆμα, Hsch. II something proposed as a prize, IG 9(1).12 (Ambryssus), SIG867.67 (Ephesus, ii A.D.), Sammelb.6222.27 (iii A.D.). III case proposed for discussion, theme of an argument, Quint.4.2.28, D.L.7.78. b proposition, premiss, θ. ὁμολογούμενα Longin.32.8. c case, in Law, Just.Nov.2.3Intr., 4.2 (pl.), dub. in IG4.364 (cf. Supp.Epigr.1.64). 2 arbitrary determination, opp. φύσις, ὁ κατὰ θέμα καλὸς λόγος Phld.Rh.1.151 S.; νόμοις καὶ θέμασιν διαφέρειν ib.259 S., cf. Po.5.22. 3 in Gramm., primary (non-derivative) element or form, A.D.Pron.11.21, al., cf. Synt.47.22; of the present tense, τὸ θ., ἀμύσσω· ὁ μέλλων, ἀμύξω EM88.13. 4 in Stoic Logic, mode of reduction of an irregular syllogism, Stoic.2.77,83,al.
German (Pape)
[Seite 1193] τό, das Gesetzte, Aufgestellte, bes. eine aufgestellte Behauptung, der Satz, bes. solche, über die in den Rhetorenschulen Deklamationen gehalten wurden, Rhett. – Das beim Wechsler niedergelegte Geld, Depositum, οἱ τραπεζῖται ἀπαιτούμενοι τὰ θέματα οὐ δυσχεραίνουσιν ἐπὶ τῇ ἀπ οδόσει Plut. Consol. ad Apoll. p. 354, öfter. – Der ausgesetzte Preis, bes. der Kampfpreis für die Athleten, Inscr. – Bei den Gramm. die Stammform, von der in der Deklination u. Conjugation die übrigen Formen abgeleitet werden.
Greek (Liddell-Scott)
θέμα: τό, (τίθημι) τὸ τεθειμένον, τὸ κείμενον: 1) χρήματα κατατεθειμένα ὡς ἐγγύησις, παρακαταθήκη, Πλούτ. 2. 116Α, Β· θησαυρὸς, κατάθεμα, Ἑβδ. (Σιράχ. Λ΄, 19). 2) τὸ προκείμενον ὡς βραβεῖον, ἆθλον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758. 1, 2, 2759, 2954Β, κ. ἀλλ.· ἴδε Pearson Ignat. σ. 25, καὶ πρβλ. θεματικός. 3) πρότασις ἢ ὑπόθεσις πρὸς συζήτησιν, ζήτημα, τὸ παρὰ Κικέρωνι propositum, Διογ. Λ. 7.78, Κοϊντιλ. 4.2, 28. 4) παρὰ Γραμμ. πρωτότυπος λέξις ἢ ὁ πρῶτος σχηματισμὸς ἢ ἡ ῥίζα. 5) ὡροσκόπιον, Μανέθων 1. 278, Suet. Octav. 94 ἐν τέλ. 6) στρατιωτικὴ δύναμις· καὶ ἑπομένως, διαμέρισμα στρατιωτικὸν ὑποδιαιρούμενον εἰς ἐπαρχίας, Κωνστ. Πορφύρ. π. Θεμάτ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
propr. ce qu’on pose :
1 somme d’argent déposée chez un banquier;
2 thème ou sujet de développement oratoire.
Étymologie: τίθημι.