θέσπισμα: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θέσπισμα''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρησμοί, λόγια μαντικά, Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 82, Σοφ. Ο. Τ. 971. 2) [[διάταγμα]] τῆς γερουσίας ἢ τοῦ αὐτοκράτορος, Βυζ. | |lstext='''θέσπισμα''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρησμοί, λόγια μαντικά, Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 82, Σοφ. Ο. Τ. 971. 2) [[διάταγμα]] τῆς γερουσίας ἢ τοῦ αὐτοκράτορος, Βυζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />prescription des dieux, oracle.<br />'''Étymologie:''' [[θεσπίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, mostly in pl.,
A oracles, oracular sayings, Hdt. 2.29, A.Fr.86, S.OT971: sg., E.Ion405. 2 Imperial constitution, Wilcken Chr.6.12 (pl., v A.D.), Just.Nov.113.1.1.
German (Pape)
[Seite 1204] τό, Götterspruch, Orakel; ἐπεάν σφεας ὁ θεὸς κελεύῃ διὰ θεσπισμάτων Her. 2, 29; Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ θεσπίσματα Aesch. frg. 74; τὰ παρόντα θεσπίσματ' οὐδενὸς ἄξια Soph. O. R. 973; τί θέσπισμ' ἐκ Τροφωνίου φέρεις Eur. Ion 405. – Sp. auch = Befehl des Kaisers.
Greek (Liddell-Scott)
θέσπισμα: τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρησμοί, λόγια μαντικά, Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 82, Σοφ. Ο. Τ. 971. 2) διάταγμα τῆς γερουσίας ἢ τοῦ αὐτοκράτορος, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
prescription des dieux, oracle.
Étymologie: θεσπίζω.