ἱππομύρμηξ: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππομύρμηξ''': ὁ, [[μέγας]] [[μύρμηξ]], «ἀλογομύρμηκας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 3˙ ὁ Sundevall παραβάλλει τὸ [[εἶδος]] Formica Herculeana. ΙΙ. πληθ., ἱππικὸν ἐκ μυρμήκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 12˙ ἴδε [[ἱππογέρανοι]]. | |lstext='''ἱππομύρμηξ''': ὁ, [[μέγας]] [[μύρμηξ]], «ἀλογομύρμηκας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 3˙ ὁ Sundevall παραβάλλει τὸ [[εἶδος]] Formica Herculeana. ΙΙ. πληθ., ἱππικὸν ἐκ μυρμήκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 12˙ ἴδε [[ἱππογέρανοι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ηκος (ὁ) :<br />cavalerie de fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[μύρμηξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ηκος, ὁ,
A horse-ant, dub. in Arist.HA606a5. II pl., ant-cavalry, Luc.VH 1.12.
German (Pape)
[Seite 1260] ηκος, ὁ, Ameisenritter, Luc. Ver. hist. 1, 13; eine Art Ameisen, Arist. H. A. 8, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομύρμηξ: ὁ, μέγας μύρμηξ, «ἀλογομύρμηκας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 3˙ ὁ Sundevall παραβάλλει τὸ εἶδος Formica Herculeana. ΙΙ. πληθ., ἱππικὸν ἐκ μυρμήκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 12˙ ἴδε ἱππογέρανοι.