ἰχθυσιληϊστήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχθῠσιληϊστήρ''': ῆρος, ὁ, [[κλέπτης]] τῶν ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 7. 295· κ. ἄλλως ἰχθυοληϊστήρ, ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 687. | |lstext='''ἰχθῠσιληϊστήρ''': ῆρος, ὁ, [[κλέπτης]] τῶν ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 7. 295· κ. ἄλλως ἰχθυοληϊστήρ, ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 687. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />destructeur de poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[ληΐζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A a stealer of fish, AP7.295 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1276] ῆρος, ὁ, s. ἰχθυοληϊστήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθῠσιληϊστήρ: ῆρος, ὁ, κλέπτης τῶν ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 7. 295· κ. ἄλλως ἰχθυοληϊστήρ, ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 687.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur de poissons.
Étymologie: ἰχθύς, ληΐζομαι.