καθώς: Difference between revisions
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθώς''': Ἐπίρρ. = [[καθά]], Ἡρόδ. 9. 82, κατὰ τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] φαίνεται τοῦ μεταγεν, Ἑλληνισμοῦ, ὡς Ἀριστ. Προβλ. 10. 10, π. Φυτ. 1. 1, 8, Καιν. Διαθ., κτλ.· [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ἀττ. ἀπαντῶσα, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 426, Sturz Μακ. Διάλ. 75 κἑξ. 2) τίνι τρόπῳ, πῶς, Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπ’ ὀνόματι [[αὐτοῦ]] Πράξ. Ἀποστ. ΙΕ΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς, ὅτε, καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ [[χρόνος]] τῆς ἐπαγγελίας [[αὐτόθι]] ζ΄, 17, πρβλ. Β΄Μακκ. Λ΄, 31. | |lstext='''καθώς''': Ἐπίρρ. = [[καθά]], Ἡρόδ. 9. 82, κατὰ τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] φαίνεται τοῦ μεταγεν, Ἑλληνισμοῦ, ὡς Ἀριστ. Προβλ. 10. 10, π. Φυτ. 1. 1, 8, Καιν. Διαθ., κτλ.· [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ἀττ. ἀπαντῶσα, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 426, Sturz Μακ. Διάλ. 75 κἑξ. 2) τίνι τρόπῳ, πῶς, Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπ’ ὀνόματι [[αὐτοῦ]] Πράξ. Ἀποστ. ΙΕ΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς, ὅτε, καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ [[χρόνος]] τῆς ἐπαγγελίας [[αὐτόθι]] ζ΄, 17, πρβλ. Β΄Μακκ. Λ΄, 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>conj.</i><br /><b>1</b> selon que, comme;<br /><b>2</b> quand, lorsque.<br />'''Étymologie:''' = καθ’ [[ὡς]] de [[κατά]], [[ὡς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A = καθά, Hdt.9.82 codd., Arist.Pr.891b34, IG5(2).344.20 (Arc., iii B.C.), Wilcken Chr.11 A 53 (ii B. C.), IG22.1030.22 (i B. C.), al.; even as, Ev.Jo.15.12. 2 how, ὑπομιμνῄσκειν κ. . . Aristeas 263, cf. Act.Ap.15.12. II of Time, as, when, ib.7.17, LXX 2 Ma.1.31, Aristeas 310. (Condemned by Phryn.397, Moer.212.)
German (Pape)
[Seite 1290] unattisch für καθά, vgl. Lob. zu Phryn. p. 426; Arist. mund. 5 u. Sp.; öfter in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
καθώς: Ἐπίρρ. = καθά, Ἡρόδ. 9. 82, κατὰ τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ἡ λέξις φαίνεται τοῦ μεταγεν, Ἑλληνισμοῦ, ὡς Ἀριστ. Προβλ. 10. 10, π. Φυτ. 1. 1, 8, Καιν. Διαθ., κτλ.· οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. ἀπαντῶσα, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 426, Sturz Μακ. Διάλ. 75 κἑξ. 2) τίνι τρόπῳ, πῶς, Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ Πράξ. Ἀποστ. ΙΕ΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς, ὅτε, καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας αὐτόθι ζ΄, 17, πρβλ. Β΄Μακκ. Λ΄, 31.
French (Bailly abrégé)
conj.
1 selon que, comme;
2 quand, lorsque.
Étymologie: = καθ’ ὡς de κατά, ὡς.