καρυκεία: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰρῡκεία''': ἡ, ἡ παρασκευὴ ἐδεσμάτων κεκαρυκευμένων, Ἀθήν. 646Ε, Λουκ. Συμπ. 11, Λεξιφ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40· [[καρυκεία]] ποιητικὴ Συνέσ. 53D. 2) [[ταραχή]], «καρυκείαις… ταραχαῖς» Ἡσύχ. | |lstext='''κᾰρῡκεία''': ἡ, ἡ παρασκευὴ ἐδεσμάτων κεκαρυκευμένων, Ἀθήν. 646Ε, Λουκ. Συμπ. 11, Λεξιφ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40· [[καρυκεία]] ποιητικὴ Συνέσ. 53D. 2) [[ταραχή]], «καρυκείαις… ταραχαῖς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />assaisonnement recherché, sauce épicée et délicate.<br />'''Étymologie:''' [[καρύκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cooking with καρύκη: hence, rich cookery, Ath.14.646e (pl.), Luc.Symp.11, Lex.6, Ael.NA4.40; ἄνευ γάρου καὶ τῆς ἄλλης κ. Gal.6.298. 2 metaph., meddling, Hsch. (pl.).
German (Pape)
[Seite 1331] ἡ, künstliche, leckerhafte Zubereitung der Speisen, bes. mit ausgesuchter Brühe, nach Moeris dafür hellenistisch περιεργὸς ζωμός; Ath. XIV, 646 e Luc. Conv. 11 Ael. H. A. 4, 40 u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρῡκεία: ἡ, ἡ παρασκευὴ ἐδεσμάτων κεκαρυκευμένων, Ἀθήν. 646Ε, Λουκ. Συμπ. 11, Λεξιφ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40· καρυκεία ποιητικὴ Συνέσ. 53D. 2) ταραχή, «καρυκείαις… ταραχαῖς» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
assaisonnement recherché, sauce épicée et délicate.
Étymologie: καρύκη.