καταρρᾳθυμέω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6_6)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρρᾳθῡμέω''': εἶμαι ἐντελῶς [[ῥᾴθυμος]], [[ἀμελής]], χάνω [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13˙ καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν [[ὀπίσω]] [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13˙ μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ [[μετὰ]] τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα [[ἕνεκα]] ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. [[πάλιν]] ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14˙ καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, [[Πολυδ]]. Α΄, 158.
|lstext='''καταρρᾳθῡμέω''': εἶμαι ἐντελῶς [[ῥᾴθυμος]], [[ἀμελής]], χάνω [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13˙ καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν [[ὀπίσω]] [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13˙ μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ [[μετὰ]] τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα [[ἕνεκα]] ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. [[πάλιν]] ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14˙ καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, [[Πολυδ]]. Α΄, 158.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />perdre <i>ou</i> compromettre par sa négligence.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥᾳθυμέω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

καταρρᾳθῡμέω: εἶμαι ἐντελῶς ῥᾴθυμος, ἀμελής, χάνω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13˙ καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν ὀπίσω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13˙ μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ μετὰ τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα ἕνεκα ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. πάλιν ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14˙ καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, Πολυδ. Α΄, 158.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre ou compromettre par sa négligence.
Étymologie: κατά, ῥᾳθυμέω.