καταργυρόω: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταργῠρόω''': [[καλύπτω]], κοσμῶ μὲ ἄργυρον, ἐπαργυρώνω, ἀνέθηκε τρίποδα καταργυρώσας Φιλόχ. 62, ἔκδ. Siebelis.˙ καταργυροῦν τὰ κλινίδια Πλουτ. Ἠθ. 166Β˙ καταργυρωμένους (Ἰων. ἀντὶ κατηρ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Ἡρόδ. 1. 98˙ τὴν [[ἔνδοθεν]] ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην Διόδ. 1, 57. ΙΙ. [[ἀγοράζω]] ἢ [[διαφθείρω]] δι’ ἀργυρίου, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος [[λέγω]], «ἀργυρίῳ πεισθεὶς ἢ δωροδοκήσας» Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1077˙ πρβλ. [[ὑπάργυρος]].
|lstext='''καταργῠρόω''': [[καλύπτω]], κοσμῶ μὲ ἄργυρον, ἐπαργυρώνω, ἀνέθηκε τρίποδα καταργυρώσας Φιλόχ. 62, ἔκδ. Siebelis.˙ καταργυροῦν τὰ κλινίδια Πλουτ. Ἠθ. 166Β˙ καταργυρωμένους (Ἰων. ἀντὶ κατηρ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Ἡρόδ. 1. 98˙ τὴν [[ἔνδοθεν]] ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην Διόδ. 1, 57. ΙΙ. [[ἀγοράζω]] ἢ [[διαφθείρω]] δι’ ἀργυρίου, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος [[λέγω]], «ἀργυρίῳ πεισθεὶς ἢ δωροδοκήσας» Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1077˙ πρβλ. [[ὑπάργυρος]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> argenter;<br /><b>2</b> corrompre avec de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[κατάργυρος]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταργῠρόω Medium diacritics: καταργυρόω Low diacritics: καταργυρόω Capitals: ΚΑΤΑΡΓΥΡΟΩ
Transliteration A: katargyróō Transliteration B: katargyroō Transliteration C: katargyroo Beta Code: katarguro/w

English (LSJ)

   A cover with silver, silver over, Philoch.138:—Pass., καταργυρωμένους (Ion. for κατηργ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Hdt.1.98, cf. D.S.1.57.    II buy or bribe with silver, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω S.Ant.1077.

German (Pape)

[Seite 1374] mit Silber versehen, versilbern; κατηργυρωμένους ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Her. 1, 98; Sp., wie Plut. Philop. 9. – Bei Soph. Ant. 1064 ist κατηργυρωμένος ein mit Geld Bestochener, ἀργύρῳ πεισθείς, Schol.

Greek (Liddell-Scott)

καταργῠρόω: καλύπτω, κοσμῶ μὲ ἄργυρον, ἐπαργυρώνω, ἀνέθηκε τρίποδα καταργυρώσας Φιλόχ. 62, ἔκδ. Siebelis.˙ καταργυροῦν τὰ κλινίδια Πλουτ. Ἠθ. 166Β˙ καταργυρωμένους (Ἰων. ἀντὶ κατηρ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Ἡρόδ. 1. 98˙ τὴν ἔνδοθεν ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην Διόδ. 1, 57. ΙΙ. ἀγοράζωδιαφθείρω δι’ ἀργυρίου, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω, «ἀργυρίῳ πεισθεὶς ἢ δωροδοκήσας» Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1077˙ πρβλ. ὑπάργυρος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 argenter;
2 corrompre avec de l’argent.
Étymologie: κατάργυρος.