κατακλαίω: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακλαίω''': Ἀττ. -[[κλάω]] ᾱ: μέλλ. -[[κλαύσομαι]]: ―μεγαλοφώνως θρηνῶ, πολὺ [[κλαίω]] τινά, τινα Ἀριστοφ. Σφ. 386· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ἑλ. 156· σύγγονον κατακλαιομένη Ι. Τ. 149. 2) ἀπολ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Εὐρ. Ἑλ. 113. 128. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. προσ., θρηνῶ ἐνώπιόν τινος ἢ [[πρός]] τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 23, 4, κτλ.· κ. αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] 3. 13, 4. | |lstext='''κατακλαίω''': Ἀττ. -[[κλάω]] ᾱ: μέλλ. -[[κλαύσομαι]]: ―μεγαλοφώνως θρηνῶ, πολὺ [[κλαίω]] τινά, τινα Ἀριστοφ. Σφ. 386· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ἑλ. 156· σύγγονον κατακλαιομένη Ι. Τ. 149. 2) ἀπολ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Εὐρ. Ἑλ. 113. 128. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. προσ., θρηνῶ ἐνώπιόν τινος ἢ [[πρός]] τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 23, 4, κτλ.· κ. αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] 3. 13, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> κατακλαύσομαι, <i>ao.</i> κατέκλαυσα;<br /><b>1</b> pleurer sur, se lamenter sur;<br /><b>2</b> pleurer abondamment;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατακλαίομαι déplorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κλαίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. κατακλάω [ᾱ],
A bewail loudly, lament, τινα Ar.V.386:— Med., E.El.156 (lyr.), IT149(lyr.). 2 abs., wail aloud, Id.El. 113 (lyr.). II c. gen. pers., lament before or to another, Herod. 1.59, Arr.Epict.1.23.4, etc.; κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ ib.3.13.4.
German (Pape)
[Seite 1353] (s. κλαίω), att. -κλάω, beweinen; Eur. El. 113, der auch das med. braucht, I. T. 149 El. 156, wie Pol. 12, 15, 3; κατακλαύσαντές με Ar. Vesp. 336; Sp., die auch τινὸς κατακλαίειν sagen, Einem Etwas vorweinen. Vgl. κατακλάω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλαίω: Ἀττ. -κλάω ᾱ: μέλλ. -κλαύσομαι: ―μεγαλοφώνως θρηνῶ, πολὺ κλαίω τινά, τινα Ἀριστοφ. Σφ. 386· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ἑλ. 156· σύγγονον κατακλαιομένη Ι. Τ. 149. 2) ἀπολ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Εὐρ. Ἑλ. 113. 128. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., θρηνῶ ἐνώπιόν τινος ἢ πρός τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 23, 4, κτλ.· κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ 3. 13, 4.
French (Bailly abrégé)
f. κατακλαύσομαι, ao. κατέκλαυσα;
1 pleurer sur, se lamenter sur;
2 pleurer abondamment;
Moy. κατακλαίομαι déplorer, acc..
Étymologie: κατά, κλαίω.