κατιλλώπτω: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατιλλώπτω''': (ἰλλωπέω, ἰλλώπτω), [[βλέπω]] λοξῶς πρὸς τινα, [[κάμνω]] νεύματα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, «[[κάμνω]] ’μμάτι», ἐρωτικῶς [[βλέπω]], τινὶ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 31· [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· θῆλυ κ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 200. 2) [[καταβλέπω]] ἐπὶ χλευασμῷ, [[Πολυδ]]. Β΄, 52, Ἡσύχ., πρβλ. [[ἐγκατιλλώπτω]], [[ἐνιλλώπτω]]. | |lstext='''κατιλλώπτω''': (ἰλλωπέω, ἰλλώπτω), [[βλέπω]] λοξῶς πρὸς τινα, [[κάμνω]] νεύματα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, «[[κάμνω]] ’μμάτι», ἐρωτικῶς [[βλέπω]], τινὶ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 31· [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· θῆλυ κ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 200. 2) [[καταβλέπω]] ἐπὶ χλευασμῷ, [[Πολυδ]]. Β΄, 52, Ἡσύχ., πρβλ. [[ἐγκατιλλώπτω]], [[ἐνιλλώπτω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=regarder en clignant des yeux ; regarder avec passion.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἴλλω]], [[ὄψομαι]] « regarder en roulant des yeux » ? | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A look askance at, leer at, τινι Philem.124; θῆλυ κ. AP 5.199. 2 look scornfully, Poll.2.52, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1402] mit blinzelnden Augen nach Etwas hinsehen, es beäugeln, bes. verliebt, buhlerisch liebäugeln, Ep. ad. 111 (V, 200) u. Sp. S. das simplex.
Greek (Liddell-Scott)
κατιλλώπτω: (ἰλλωπέω, ἰλλώπτω), βλέπω λοξῶς πρὸς τινα, κάμνω νεύματα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, «κάμνω ’μμάτι», ἐρωτικῶς βλέπω, τινὶ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 31· ἔνθα ἴδε Meineke· θῆλυ κ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 200. 2) καταβλέπω ἐπὶ χλευασμῷ, Πολυδ. Β΄, 52, Ἡσύχ., πρβλ. ἐγκατιλλώπτω, ἐνιλλώπτω.
French (Bailly abrégé)
regarder en clignant des yeux ; regarder avec passion.
Étymologie: κατά, ἴλλω, ὄψομαι « regarder en roulant des yeux » ?