κατόπτης: Difference between revisions
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατόπτης''': -ου, ὁ, = [[κατοπτήρ]] Ι, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 372, Ἡρόδ. 3. 17, 21, Αἰσχύλ. Θήβ. 36, κτλ. II. [[ἐπόπτης]], ὁ ἐπιβλέπων, τῶν πραγμάτων Αἰσχύλ. Θήβ. 41· ὦ Ζεῦ κατόπτα Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, πρβλ. [[διόπτης]]. 2) κατόπτας, ἦτο τὸ ᾆσμα ἄρχοντος ἐν ταῖς Βοιωτικαῖς πόλεσι, πεδὰ τῶν πολεμάρχων καὶ τῶν κατοπτάων Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 11., 1570a, 21, 22. | |lstext='''κατόπτης''': -ου, ὁ, = [[κατοπτήρ]] Ι, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 372, Ἡρόδ. 3. 17, 21, Αἰσχύλ. Θήβ. 36, κτλ. II. [[ἐπόπτης]], ὁ ἐπιβλέπων, τῶν πραγμάτων Αἰσχύλ. Θήβ. 41· ὦ Ζεῦ κατόπτα Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, πρβλ. [[διόπτης]]. 2) κατόπτας, ἦτο τὸ ᾆσμα ἄρχοντος ἐν ταῖς Βοιωτικαῖς πόλεσι, πεδὰ τῶν πολεμάρχων καὶ τῶν κατοπτάων Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 11., 1570a, 21, 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui observe d’en haut, qui contemple, gén.;<br /><b>2</b> éclaireur, espion.<br />'''Étymologie:''' [[κατόψομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = κατοπτήρ 1, h.Merc.372, Hdt.3.17, 21, etc. 2 one who visits or explores, κλιμάτων καὶ ἐθνῶν Vett. Val.330.15; one who contemplates, οὐρανοῦ Ph. Bybl. ap. Eus.PE1.10. II overseer, κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων A.Th.41; ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα Ar.Ach.435. 2 κατόπτας, ὁ, title of an officer in Boeot. towns, IG7.303.21 (Oropus), 3172.140 (Orchomenus).
German (Pape)
[Seite 1404] ὁ, = κατοπτήρ; H. h. Merc. 372; στρατοῦ Aesch. Spt. 351; Eur. Rhes. 150; Her. 3, 17. 21. – Ar. Ach. 410 abdi ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῇ, der von oben her Alles schau't; κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων, ich sehe, betrachte Alles, Aesch. Spt. 41.
Greek (Liddell-Scott)
κατόπτης: -ου, ὁ, = κατοπτήρ Ι, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 372, Ἡρόδ. 3. 17, 21, Αἰσχύλ. Θήβ. 36, κτλ. II. ἐπόπτης, ὁ ἐπιβλέπων, τῶν πραγμάτων Αἰσχύλ. Θήβ. 41· ὦ Ζεῦ κατόπτα Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, πρβλ. διόπτης. 2) κατόπτας, ἦτο τὸ ᾆσμα ἄρχοντος ἐν ταῖς Βοιωτικαῖς πόλεσι, πεδὰ τῶν πολεμάρχων καὶ τῶν κατοπτάων Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 11., 1570a, 21, 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui observe d’en haut, qui contemple, gén.;
2 éclaireur, espion.
Étymologie: κατόψομαι.