κάταντα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάταντα''': Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ [[κατάντης]]) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ [[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
|lstext='''κάταντα''': Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ [[κατάντης]]) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ [[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en descendant ; [[ἄναντα]] καὶ [[κάταντα]] LUC par monts et par vaux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄντα]], cf. [[κατάντης]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταντα Medium diacritics: κάταντα Low diacritics: κάταντα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΑ
Transliteration A: kátanta Transliteration B: katanta Transliteration C: katanta Beta Code: ka/tanta

English (LSJ)

Adv.

   A downhill, πολλὰ δ' ἄναντα κ. πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il.23.116, cf. Luc.Merc.Cond.26: c. gen., below, prob. in PFlor.370.7 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1366] adv. zu κατάντης, bergab; πολλὰ δ ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116; danach Luc. de merc. cond. 26.

Greek (Liddell-Scott)

κάταντα: Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ κατάντης) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ κάτω, ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.

French (Bailly abrégé)

adv.
en descendant ; ἄναντα καὶ κάταντα LUC par monts et par vaux.
Étymologie: κατά, ἄντα, cf. κατάντης.