καταχορδεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταχορδεύω''': [[κατακόπτω]] τι ὡς τὸ [[κρέας]] πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. [[χορδεύω]]), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75˙ ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2˙ κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D˙- [[ὡσαύτως]] καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''καταχορδεύω''': [[κατακόπτω]] τι ὡς τὸ [[κρέας]] πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. [[χορδεύω]]), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75˙ ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2˙ κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D˙- [[ὡσαύτως]] καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=arracher les entrailles ; éventrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χορδή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A mince up as for a sausage, κ. [τὴν γαστέρα] Hdt.6.75; κ. τινὰ ἐν βασάνοις Them. Or.21.261d.
Greek (Liddell-Scott)
καταχορδεύω: κατακόπτω τι ὡς τὸ κρέας πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. χορδεύω), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75˙ ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2˙ κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D˙- ὡσαύτως καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
arracher les entrailles ; éventrer, acc..
Étymologie: κατά, χορδή.