κέδρος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέδρος''': ἡ, τὸ γνωστὸν καὶ ὁμοίως [[μέχρι]] τοῦδε λεγόμενον [[δένδρον]], τοῦ ὁποίου τὸ [[ξύλον]] ἐκαίετο πρὸς εὐωδίαν, Ὀδ. Ε. 60 (πρβλ. [[θύον]])· τὸ ἀπὸ κέδρου [[ἄλειφαρ]], [[ὅπερ]] καὶ [[κεδρία]] λέγεται ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 2. 87· ἐν 4. 75 διὰ τὴν εὐωδίαν συνδυάζεται [[μετὰ]] τῆς κυπαρίσσου καὶ λιβάνου· πρβλ. [[κεδρία]], [[κέδρος]], ὁ·- Ὁ Θεόφρ. (ἴδε Schneid. ἐν τῷ Ind.) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ διὰ τὸ pinus cedrus τῆς Συρίας, καὶ τὸ juniper ὀξύκεδρος (j. oxycedrus, [[εἶδος]] σχοίνου), [[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι καλείται [[κέδρος]] καὶ αὕτη πιθανῶς [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξ. παρ’ Ὁμ. 2) [[πρᾶγμα]] πεποιημένον ἐκ ξύλου κέδρου· κεδρίνη [[θήκη]], νεκρική, Εὐρ. Ἄλκ. 365, Τρῳ. 1141· κέδρινον [[κιβώτιον]], ὡς [[κυψέλη]] μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 81· πρβλ. [[κέδρινος]]. <br />3) «κεδρόλαδον», τῇ κέδρῳ ἀλείφειν Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 16· πρβλ. [[κεδρία]]. | |lstext='''κέδρος''': ἡ, τὸ γνωστὸν καὶ ὁμοίως [[μέχρι]] τοῦδε λεγόμενον [[δένδρον]], τοῦ ὁποίου τὸ [[ξύλον]] ἐκαίετο πρὸς εὐωδίαν, Ὀδ. Ε. 60 (πρβλ. [[θύον]])· τὸ ἀπὸ κέδρου [[ἄλειφαρ]], [[ὅπερ]] καὶ [[κεδρία]] λέγεται ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 2. 87· ἐν 4. 75 διὰ τὴν εὐωδίαν συνδυάζεται [[μετὰ]] τῆς κυπαρίσσου καὶ λιβάνου· πρβλ. [[κεδρία]], [[κέδρος]], ὁ·- Ὁ Θεόφρ. (ἴδε Schneid. ἐν τῷ Ind.) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ διὰ τὸ pinus cedrus τῆς Συρίας, καὶ τὸ juniper ὀξύκεδρος (j. oxycedrus, [[εἶδος]] σχοίνου), [[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι καλείται [[κέδρος]] καὶ αὕτη πιθανῶς [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξ. παρ’ Ὁμ. 2) [[πρᾶγμα]] πεποιημένον ἐκ ξύλου κέδρου· κεδρίνη [[θήκη]], νεκρική, Εὐρ. Ἄλκ. 365, Τρῳ. 1141· κέδρινον [[κιβώτιον]], ὡς [[κυψέλη]] μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 81· πρβλ. [[κέδρινος]]. <br />3) «κεδρόλαδον», τῇ κέδρῳ ἀλείφειν Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 16· πρβλ. [[κεδρία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> cèdre, <i>arbre</i>;<br /><b>II.</b> objets préparés avec le bois <i>ou</i> le fruit du cèdre :<br /><b>1</b> cercueil en bois de cèdre;<br /><b>2</b> huile de cèdre.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cedar-tree, ὀδμὴ κέδρου . . θύου τ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει δαιομένων Od.5.60; τὸ ἀπὸ κ. ἄλειφαρ γινόμενον Hdt.2.87, cf.4.75; applied to prickly cedar, Juniperus Oxycedrus, Od.l.c., Thphr.HP3.12.3; Syrian cedar, J. excelsa, ib.3.2.6, Dsc.1.77; Phoenician cedar, J. phoenicea, Thphr.HP9.2.3; Himalayan cedar, J. macropoda, Str.15.1.29; κ. μικρά juniper, J. communis, Dsc.l.c. 2 anything made of cedar- wood: cedar coffin, E.Alc.365 (pl.), Tr.1141; cedar box, for a bee- hive, Theoc.7.81. 3 cedar-oil, τῇ κ. ἀλείφειν Luc.Ind.16. 4 v. κέδρον1.
German (Pape)
[Seite 1411] ἡ, der Cederbaum; wegen seines wohlriechenden Holzes als Räucherwerk verbrannt, Od. 5, 60; τοῦ ἀπὸ κέδρου ἀλείφατος Her. 2, 87; neben κυπάρισσος u. λάβανος 4, 75; Ath. III, 84 d; Theophr. S. auch κέδρον. – Alles aus Cederholz Gemachte, z. B. ein cederner Sarg, Eur. Alc. 366, vgl. Troad. 1141; Kiste von Cederholz, Theocr. 7, 81; κέδρῳ ἀλείφειν, mit Cederöl, Luc. adv. ind. 16.
Greek (Liddell-Scott)
κέδρος: ἡ, τὸ γνωστὸν καὶ ὁμοίως μέχρι τοῦδε λεγόμενον δένδρον, τοῦ ὁποίου τὸ ξύλον ἐκαίετο πρὸς εὐωδίαν, Ὀδ. Ε. 60 (πρβλ. θύον)· τὸ ἀπὸ κέδρου ἄλειφαρ, ὅπερ καὶ κεδρία λέγεται ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 2. 87· ἐν 4. 75 διὰ τὴν εὐωδίαν συνδυάζεται μετὰ τῆς κυπαρίσσου καὶ λιβάνου· πρβλ. κεδρία, κέδρος, ὁ·- Ὁ Θεόφρ. (ἴδε Schneid. ἐν τῷ Ind.) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ διὰ τὸ pinus cedrus τῆς Συρίας, καὶ τὸ juniper ὀξύκεδρος (j. oxycedrus, εἶδος σχοίνου), ὅπερ ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι καλείται κέδρος καὶ αὕτη πιθανῶς εἶναι ἡ σημασία τῆς λέξ. παρ’ Ὁμ. 2) πρᾶγμα πεποιημένον ἐκ ξύλου κέδρου· κεδρίνη θήκη, νεκρική, Εὐρ. Ἄλκ. 365, Τρῳ. 1141· κέδρινον κιβώτιον, ὡς κυψέλη μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 81· πρβλ. κέδρινος.
3) «κεδρόλαδον», τῇ κέδρῳ ἀλείφειν Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 16· πρβλ. κεδρία.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. cèdre, arbre;
II. objets préparés avec le bois ou le fruit du cèdre :
1 cercueil en bois de cèdre;
2 huile de cèdre.
Étymologie: DELG étym. obscure.