κατείργω: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατείργω''': Ἰων. -έργω, (ἴδε ἐν λ. [[ἔργω]])· [[ὡσαύτως]] -έργνυμι (ἴδε κατωτ.) μέλλ. -είρξω, Ἰων. -έρξω. Ὠθῶ [[ἐντός]]…, [[ἐγκλείω]], τοὺς περιγενομένους ἐς τὰς [[νέας]] κάτερξαν Ἡρόδ. 5. 63· κατεργνῡσι αὐτοὺς ἐς μέσα τὰ φρύγανα, ἐνέκλεισαν ἐν τῷ μέσῳ τῶν φρυγάνων, ὁ αὐτ. 4. 69·- [[καθόλου]], [[καταπιέζω]], εἰς δυσκολίας [[περιάγω]], κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους ὁ αὐτ. 6. 102· ἔφθειρε τὴν χώραν καὶ ναυσὶν ἅμα ἐκ τῆς θαλάσσης κατεῖργε Παυσαν.- Παθ., ἐγκλείομαι, περιορίζομαι, ἀναγκάζομαι, τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι, ἀναγκάζεσθαι εἰς τὴν ὑποταγήν, Θουκ. 1. 76, Διον. Ἁλ., κτλ.· κατείργεσθαι ὅρκοις Διον. Ἁλ. 6. 45· τὸ κατειργόμενον, τὸ ἐξ ἀνάγκης πραττόμενον, Θουκ. 4. 98. ΙΙ. [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]], ἐπείγου· σὺ κατείργεις, ἐμπόδιον εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 255· τινὰ κάτεργέ νιν, κατάπαυσον, [[ὅπερ]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τιμώρησαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1258· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατείργοντες νεκροὺς τάφου. κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 308·- [[περιορίζω]], τὴν φιλαρχίαν Πλούτ. Πομπ. 53· οὐδενὸς πιέζοντος, οὐδενὸς κατείργοντος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 6.
|lstext='''κατείργω''': Ἰων. -έργω, (ἴδε ἐν λ. [[ἔργω]])· [[ὡσαύτως]] -έργνυμι (ἴδε κατωτ.) μέλλ. -είρξω, Ἰων. -έρξω. Ὠθῶ [[ἐντός]]…, [[ἐγκλείω]], τοὺς περιγενομένους ἐς τὰς [[νέας]] κάτερξαν Ἡρόδ. 5. 63· κατεργνῡσι αὐτοὺς ἐς μέσα τὰ φρύγανα, ἐνέκλεισαν ἐν τῷ μέσῳ τῶν φρυγάνων, ὁ αὐτ. 4. 69·- [[καθόλου]], [[καταπιέζω]], εἰς δυσκολίας [[περιάγω]], κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους ὁ αὐτ. 6. 102· ἔφθειρε τὴν χώραν καὶ ναυσὶν ἅμα ἐκ τῆς θαλάσσης κατεῖργε Παυσαν.- Παθ., ἐγκλείομαι, περιορίζομαι, ἀναγκάζομαι, τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι, ἀναγκάζεσθαι εἰς τὴν ὑποταγήν, Θουκ. 1. 76, Διον. Ἁλ., κτλ.· κατείργεσθαι ὅρκοις Διον. Ἁλ. 6. 45· τὸ κατειργόμενον, τὸ ἐξ ἀνάγκης πραττόμενον, Θουκ. 4. 98. ΙΙ. [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]], ἐπείγου· σὺ κατείργεις, ἐμπόδιον εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 255· τινὰ κάτεργέ νιν, κατάπαυσον, [[ὅπερ]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τιμώρησαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1258· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατείργοντες νεκροὺς τάφου. κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 308·- [[περιορίζω]], τὴν φιλαρχίαν Πλούτ. Πομπ. 53· οὐδενὸς πιέζοντος, οὐδενὸς κατείργοντος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 6.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> enfermer, resserrer, bloquer : [[ἐς]] [[τὰς]] [[νέας]] HDT dans les vaisseaux ; presser fortement, réduire à l’étroit, acc. ; <i>Pass.</i> être contraint ; τὸ κατειργόμενον THC ce qu’on fait sous l’empire de la nécessité;<br /><b>2</b> réprimer, empêcher ; restreindre : τὴν φιλαρχίαν PLUT l’amour du pouvoir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἴργω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατείργω Medium diacritics: κατείργω Low diacritics: κατείργω Capitals: ΚΑΤΕΙΡΓΩ
Transliteration A: kateírgō Transliteration B: kateirgō Transliteration C: kateirgo Beta Code: katei/rgw

English (LSJ)

Ion. κατ-έργω (v. ἔργω), Cypr. aor. 2

   A κατέϝοργον Inscr.Cypr.135.1 H.:—also κατειλ-έργνυμι (v. infr.), Att. also καθείργω, καθείργνυμι (q.v.): fut. -είρξω, Ion. -έρξω:—drive into, shut in, τοὺς περιγενομένους ἐς τὰς νέας κατεῖρξαν Hdt.5.63; κατεργνῦσι [αὐτοὺς] ἐς μέσα τὰ φρύγανα shut them up into the middle of the fire-wood, Id.4.69: generally, press hard, reduce to straits, κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους Id.6.102; besiege, πτόλιν Inscr.Cypr.l.c.:—Pass., to be hemmed in, kept down, ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου Th.1.76; ὑπ' ἀνάγκης D.H.6.2; ὅρκοις -ειργόμενοι ib.45; τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι -ειργόμενον what is done under stress of... Th.4.98.    II hinder, prevent, τινα E.Med. 1258 (lyr.): c. acc. et inf., κατείργοντας νεκροὺς τάφου . . λαχεῖν Id.Supp.308: abs., delay, Id.Alc.256 (lyr.); limit, τὴν φιλαρχίαν Plu. Pomp.53.

German (Pape)

[Seite 1394] ion. κατέργω, einschließen, einsperren, zusammendrängen; ἐς τὰς νέας κατέρξαν Her. 5, 63; κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους 6, 102, trieben sie sehr in die Enge; κατεῖργον αὐτοὺς πολέμῳ Thuc. 6, 6; pass., 4, 98, vgl. 1, 76; gezwungen werden, D. Hal. 5, 67; ὅρκοις, verpflichtet werden, 6, 45; – verhindern, ἄνδρας κατείργοντας νεκροὺς τάφου λαχεῖν Eur. Suppl. 308, vgl. Alc. 255; Sp., neben πιέζω Plut. Thes. 6; einschränken, τὴν φιλαρχίαν Pomp. 53.

Greek (Liddell-Scott)

κατείργω: Ἰων. -έργω, (ἴδε ἐν λ. ἔργωὡσαύτως -έργνυμι (ἴδε κατωτ.) μέλλ. -είρξω, Ἰων. -έρξω. Ὠθῶ ἐντός…, ἐγκλείω, τοὺς περιγενομένους ἐς τὰς νέας κάτερξαν Ἡρόδ. 5. 63· κατεργνῡσι αὐτοὺς ἐς μέσα τὰ φρύγανα, ἐνέκλεισαν ἐν τῷ μέσῳ τῶν φρυγάνων, ὁ αὐτ. 4. 69·- καθόλου, καταπιέζω, εἰς δυσκολίας περιάγω, κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους ὁ αὐτ. 6. 102· ἔφθειρε τὴν χώραν καὶ ναυσὶν ἅμα ἐκ τῆς θαλάσσης κατεῖργε Παυσαν.- Παθ., ἐγκλείομαι, περιορίζομαι, ἀναγκάζομαι, τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι, ἀναγκάζεσθαι εἰς τὴν ὑποταγήν, Θουκ. 1. 76, Διον. Ἁλ., κτλ.· κατείργεσθαι ὅρκοις Διον. Ἁλ. 6. 45· τὸ κατειργόμενον, τὸ ἐξ ἀνάγκης πραττόμενον, Θουκ. 4. 98. ΙΙ. ἐμποδίζω, κωλύω, ἐπείγου· σὺ κατείργεις, ἐμπόδιον εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 255· τινὰ κάτεργέ νιν, κατάπαυσον, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τιμώρησαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1258· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατείργοντες νεκροὺς τάφου. κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 308·- περιορίζω, τὴν φιλαρχίαν Πλούτ. Πομπ. 53· οὐδενὸς πιέζοντος, οὐδενὸς κατείργοντος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 6.

French (Bailly abrégé)

1 enfermer, resserrer, bloquer : ἐς τὰς νέας HDT dans les vaisseaux ; presser fortement, réduire à l’étroit, acc. ; Pass. être contraint ; τὸ κατειργόμενον THC ce qu’on fait sous l’empire de la nécessité;
2 réprimer, empêcher ; restreindre : τὴν φιλαρχίαν PLUT l’amour du pouvoir.
Étymologie: κατά, εἴργω.